“Είμαι καταδικασμένη σε μια αιωνιότητα καταναγκαστικής εργασίας. Κανένας καθορισμένος στόχος δεν με ικανοποιεί. Η επιτυχία γεννά μόνο έναν νέο στόχο”. Bette Davis, The Lonely Life.
Η Τ. είναι δικηγόρος. Το πρωί παρέχει νομική συμβουλευτική στα εξυπηρετούμενα μέλη μίας Μ.Κ.Ο. Το απόγευμα στο ιδιωτικό της γραφείο προσφέρει νομικές υπηρεσίες και τα σαββατοκύριακα ασχολείται με την Μ.Κ.Ο. που έχει ιδρύσει η ίδια.
Ο Γ. εργάζεται το πρώτο οκτάωρο της ημέρας ως εξ’ αποστάσεως προγραμματιστής σε μία πολυεθνική εταιρεία και όλες τις υπόλοιπες ώρες τις ημέρας ασχολείται με τη δική του start up.
Η Τ. και ο Γ. αποτελούν δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα σύγχρονων ανθρώπων, οι οποίοι έχουν απεμπολήσει παντελώς από το μυαλό και την καθημερινότητά τους το πιο επίκαιρο από ποτέ άλλοτε αίτημα του Μάη του 1886 «8 ώρες δουλειά, 8 ψυχαγωγία, 8 ώρες ξεκούραση». Στους/ις περισσότερους/ες από εμάς ο τρόπος ζωής της Τ. και του Γ. ίσως να φαντάζει συνηθισμένος, αποδεκτός ή/και θεμιτός.
Κατά πόσο όμως αυτή η καθημερινότητα είναι επωφελής για τη σωματική και ψυχική υγεία του ατόμου; Σε ποιες περιπτώσεις μπορεί να εξελιχθεί σε μία διαταραχή της εξάρτησης;
Ο όρος εργασιομανία χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1971 από τον Wayne Ouates, ο οποίος εστίασε στο γνωστικό – συμπεριφορικό μοτίβο που χαρακτηρίζει την εξάρτηση από την εργασία και το οποίο είναι κοινό με αυτό του εθισμού από το αλκοόλ και τις ναρκωτικές ουσίες.
Ο ίδιος όρισε την εργασιομανία ως τη «παρόρμηση ή την ανεξέλεγκτη ανάγκη για ακατάπαυστη εργασία», εστιάζοντας περισσότερο στον έλεγχο και στις συνέπειες της εργασίας στη ζωή και στην υγεία του ατόμου, παρά στις ώρες εργασίας του.
Οι σύγχρονοι ορισμοί της εργασιομανίας την περιγράφουν ως ένα συνεχόμενο μοτίβο υψηλής εργασιακής επένδυσης, πολλών ωρών εργασίας και μίας ολοκληρωτικής εμμονής με την εργασία (Griffiths, 2011).
Σύμφωνα με τα στατιστικά δεδομένα, στην Νορβηγία, το 7,3 – 8,3% των Νορβηγών φαίνεται να είναι εξαρτημένοι από την εργασία τους και στις Η.Π.Α. το ποσοστό αγγίζει το 10% (Andreassen et al., 2012). Στην Ελλάδα αλλά και στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες δεν υπάρχουν αντίστοιχα στατιστικά δεδομένα.
Συμπτωματολογία και συννοσηρότητα.
Τα συμπτώματα της εργασιομανίας είναι κοινά με αυτά των υπολοίπων ειδών εξαρτήσεων και επηρεάζουν σημαντικά τόσο τη σωματική, όσο και τη ψυχική/συναισθηματική υγεία του ατόμου.
Σε σωματικό επίπεδο η εξάρτηση από την εργασία επιφέρει πονοκεφάλους, κόπωση, πόνο στομάχου, απώλεια όρεξης και επιδείνωση χρόνιων ασθενειών.
Αναφορικά με την ψυχική υγεία, οι εξαρτημένοι άνθρωποι από την εργασία φαίνεται να παρουσιάζουν μειωμένη συγκέντρωση, συναισθηματική αποσύνδεση, άγχος και εξουθένωση, εκνευρισμό και εμμονικές ιδέες.
Οι διαπροσωπικές τους σχέσεις πλήττονται δεδομένου ότι η εργασία επισκιάζει τα πάντα.
Απομονώνονται και αποξενώνονται από τον οικογενειακό και φιλικό περίγυρο.
Μακροπρόθεσμα οι αρνητικές επιπτώσεις αγγίζουν και την εργασιακή απόδοση, εξαιτίας της μειωμένης παραγωγικότητας και δημιουργικής σκέψης, όπως επίσης και της δυσκολίας για συνεργασία.
Ενίοτε, η εργασιομανία συγχέεται με την υπερβολική ενασχόληση με την εργασία, σε ασθενείς με διπολική διαταραχή, λόγω της υπέρμετρης ενεργητικότητας και υπερδραστηριότητας που τους διατρέχει στη φάση της μανίας.
Ενδέχεται επίσης η υπερβολική ενασχόληση με την εργασία να συναντάται ως σύμπτωμα και στη ΔΕΠΥ (Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής – Υπερκινητικότητα), στο πλαίσιο της υπερβολικής ενεργητικότητας των ατόμων. Ωστόσο δεν αποκλείεται η συνύπαρξη των παραπάνω ή και άλλων ψυχικών διαταραχών (π.χ. ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, αγχώδης διαταραχή ή κατάθλιψη) με την εξάρτηση από την εργασία.
Αιτιολογία.
Η εξάρτηση από την εργασία παρόλο που έχει συσχετιστεί με ορισμένα χαρακτηριστικά προσωπικότητας όπως ο νευρωτισμός, η τελειομανία, ο ναρκισσισμός, ο ανταγωνισμός και η στοχοπροσήλωση (Andreassen et al., 2014), αποτελεί ένα πολυπαραγοντικό φαινόμενο του οποίου η αιτιολογία σχετίζεται όχι μόνο με την προσωπικότητα, αλλά με το περιβάλλον (οικογένεια, σχολείο, κοινωνία), καθώς και με τον παράγοντα της ίδιας της εξαρτητικής συμπεριφοράς (π.χ. εργαζόμενοι/ες στον τομέα της επικοινωνίας, του marketing και των κατασκευαστικών εταιριών εμφανίζουν μεγαλύτερα ποσοστά εργασιακής εξάρτησης).
Σε κάθε περίπτωση, το άτομο μέσω της εμμονικής εργασίας επιδιώκει την αναζήτηση νοήματος και την κάλυψη ψυχολογικών κενών, όπως επίσης την αποφυγή προβλημάτων.
Επικινδυνότητα.
Η εξάρτηση από την εργασία παρόλο που δεν αντιμετωπίζεται γενικά με ιδιαίτερη ανησυχία, μπορεί να καταστεί εξαιρετικά επικίνδυνη, καθώς όπως και τα άλλα είδη των εξαρτήσεων (ναρκωτικά, αλκοόλ, τζόγος) μπορεί να οδηγήσει ακόμη και στον θάνατο.
Στην Ιαπωνία ο θάνατος που συνδέεται με την εργασία είναι αρκετά συνηθισμένος. Ο όρος karoshi προσδιορίζει τον ξαφνικό θάνατο λόγω υπερβολικής εργασίας, ο οποίος επέρχεται κατόπιν καρδιακού επεισοδίου ή εγκεφαλικού, προκαλούμενου από στρες ή υποσιτισμό και ωφελούμενου στις υπερβολικές ώρες εργασίας (Kanai, 2009).
Ο όρος karōjisatsu επίσης περιγράφει τη διάπραξη αυτοκτονίας εξαιτίας του εργασιακού άγχους. Συνεπώς, η επικινδυνότητα της εξάρτησης από την εργασία δεν είναι καθόλου αμελητέα, γεγονός που αποδεικνύουν οι ανησυχητικές διαστάσεις του φαινομένου ειδικά σε χώρες της Ασίας.
Συμπερασματικά.
Η εργασιομανία αποτελεί μία από τις πιο άδηλες, συγκεκαλυμμένες και νομιμοποιημένες μορφές εξάρτησης.
Σε αντιδιαστολή με την χρήση ναρκωτικών ουσιών, η εργασία – ακόμη και η πολύωρη και η επώδυνη εργασία-, αποτελεί μία κοινωνικά αποδεκτή συμπεριφορά την οποία οι άνθρωποι τυπικά απαιτείται να υιοθετήσουν για βιοποριστικούς λόγους, όπως επίσης και για λόγους ηθικής και προσωπικής ικανοποίησης.
Ο “υποχρεωτικός” της χαρακτήρας λοιπόν καθιστά την εξάρτηση από την εργασία δύσκολα ανιχνεύσιμη και επιφανειακά μη απειλητική για το άτομο.
Επίσης το γεγονός ότι ο όρος απουσιάζει από τα διαγνωστικά εγχειρίδια ψυχικών διαταραχών και εφόσον τυπικά η εργασιομανία δεν αποτελεί ψυχική δυσκολία, η αναγνώρισή της σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο ως ένα είδος εξάρτησης δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο.
Άλλωστε πώς θα ήταν δυνατό η υπέρμετρη αφοσίωση στην εργασία, η επίτευξη εργασιακών στόχων και οι άπειρες ώρες παραμονής στο εργασιακό περιβάλλον να αποτελούν πρόβλημα, ενώ την ίδια στιγμή παραμένουν το ζητούμενο για τους εργοδότες;
Ωστόσο, παρά τις δυσκολίες, υπάρχει η δυνατότητα ανίχνευσης του συγκεκριμένου είδους εξάρτησης από τους ειδικούς ψυχικής υγείας, είτε μέσω ειδικών ψυχομετρικών εργαλείων, είτε μέσω της κινητοποιητικής συνέντευξης. Αφού το εξαρτημένο από την εργασία άτομο νιώσει δυσφορία εξαιτίας των συνεπειών της εξάρτησης, αναγνωρίσει το πρόβλημα και διαθέτει την πρόθεση για αλλαγή, φυσικά είναι εφικτή η θεραπεία και η απεμπλοκή του από την εξαρτητική συμπεριφορά και από οτιδήποτε αυτή περιλαμβάνει.
Πηγή: psychology.gr / eirinika.gr
Φωτό από: https://depositphotos.com/gr/