Ηλεκτρικός Σιδηρόδρομος, αυτό που λέμε Πειραιάς-Κηφισιά. Ένα καθημερινό ταξίδι συνάντησης πολλών και διαφορετικών ανθρώπων, διασταύρωσης βλεμμάτων, ενδιαφέρουσας κοινωνικής παρατήρησης.
Άλλος διαβάζει το βιβλίο του ή την εφημερίδα του, άλλος μελετάει τη δικογραφία του, άλλος ακούει μουσική από το κινητό του, άλλος ρεμβάζει από το παράθυρο «αποστασιοποιημένος» τους σταθμούς που περνούν και φεύγουν, άλλος κοιτάει τους άλλους και άλλα πολλά.
Και ένας, για την ακρίβεια μία, εκείνη την ημέρα δεν κάνει τίποτα. Η ατμόσφαιρα στον ηλεκτρικό γι’ αυτήν είναι ηλεκτρισμένη και νιώθει εμφανώς αμήχανα.
Τι κάνει σε όλη τη διαδρομή; Κοιτάει συνεχώς προς τα κάτω και προσπαθεί συστηματικά να αποφύγει να συναντήσει με το βλέμμα της κάποιον άλλον ή να επιτρέψει κάποια ματιά να ξεγλιστρήσει προς το μέρος της και εκείνη να δείξει ότι το κατάλαβε. Μοιάζει σαν το παιδάκι που έχει κάνει τη ζαβολιά και προσπαθεί να γλιτώσει τις φωνές και την ξυλιά. Γιατί όλα αυτά; Γιατί είναι από αλλού και το κλίμα νιώθει ότι δεν τη σηκώνει.
Είναι ασιατικής καταγωγής, ένας καθημερινός, μέσος άνθρωπος, χωρίς καμία υπερβολή ή διαφορά, εκτός από τα μάτια που είναι λίγο σχιστά. Τι έχει κάνει και αισθάνεται ανεπιθύμητη και κινείται στην πόλη με φόβο για και από τους ανθρώπους; Τίποτα. Ζει.
Πραγματικά, δεν ξέρω αν είναι νόμιμος, οικονομικός, λαθραίος, πρώτης γενιάς ή οπωσδήποτε αλλιώς μπορεί να χαρακτηρίζεται ένας μετανάστης. Το μόνο που ξέρω είναι ότι ένιωσα πολύ άβολα που ένας άνθρωπος νιώθει τόσο άβολα στην πόλη μου, χωρίς πιθανότατα να έχει φταίξει σε τίποτα.
Δυστυχώς, έτσι τα έχουν καταφέρει, έτσι τα έχουμε καταφέρει για να μη φορτώνουμε όλο τις ευθύνες αλλού, λες και εμείς ζούμε και αποφασίζουμε αλλού. Στη χώρα της φιλοξενίας, της καλοσύνης, της χαράς και της αισιοδοξίας, άνθρωποι εργαζόμενοι και οικογενειάρχες με άλλα χρώματα, διαφορετική καταγωγή και άλλα χαρακτηριστικά να νιώθουν φόβο και να κοιτάνε τα πατώματα.
Και επειδή δεν υπάρχει μέτρο και αυτοί οι άνθρωποι είναι πάρα πολλοί σε μια χώρα που δυσκολεύεται πολύ, σε λίγο στο βαγόνι μπαίνει και ένας ηλικιωμένος άνδρας πακιστανικής καταγωγής με σκισμένα ρούχα που ζητάει βοήθεια. Η κυρία δίπλα μου, καλοντυμένη και υπεράνω, βγάζει ένα κέρμα από την τσάντα της και το ρίχνει στο απλωμένο χέρι με το κεφάλι της στραμμένο τελείως στην αντίθετη κατεύθυνση. «Εγώ το έκανα το καθήκον μου, απλώς δε θέλω ούτε να σε βλέπω στα μάτια μου», είπε με τη γλώσσα του σώματος και ένας κόμπος μου ζόρισε το στομάχι.
Η λύση είναι το μέτρο. Όχι αυτό που θα επιβληθεί με τη βία και την ισχύ. Η λογική, που, δυστυχώς, για να επικρατήσει τώρα, απαιτούνται μέτρα, ίσως και σκληρά από ένα κράτος που επιτέλους, λειτουργεί.
Η λογική, που λέει ότι στην όμορφη χώρα μας μπορούν να ζουν τόσοι άνθρωποι από άλλα μέρη, όσοι είναι απαραίτητο για να σέβονται τους νόμους και να ζουν ως άνθρωποι.
Για να κοιτούν με χαρά τη διαδρομή έξω από το παράθυρο του ηλεκτρικού και τους ανθρώπους με αυτοπεποίθηση στα μάτια. Για να τους επιστρέφουμε κι εμείς γενναιόδωρα τα ίδια συναισθήματα.