«Σε είκοσι χρόνια δεν θα υπάρχει καμία εξέλιξη στη δημιουργικότητα».
Με αυτά τα λόγια, ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Kurt Andersen, καταγγέλλει τη στάσιμη κατάσταση του δυτικού λαϊκού πολιτισμού κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες και προβλέπει ότι στα χρόνια που θα έρθουν δεν θα γεννηθεί πια τίποτα καινούριο. Ο ίδιος μάλιστα χρησιμοποιεί τη λέξη «devolution» (μεταβίβαση) αλλάζοντας ουσιαστικά το «evolution» (εξέλιξη).
Το κερασάκι στην τούρτα αυτής της θεωρίας ήταν η νέα κολλεξιόν Cruise του Οίκου Channel στις Βερσαλλίες, την οποία σχεδίασε ο Karl Lagerfeld. Ο σχεδιαστής επηρεάστηκε και εμπνεύστηκε από την εποχή της Μαρίας Αντουανέτας, δίνοντας όμως τη δική του μοντέρνα εκδοχή στα ρούχα. Και δεν είναι ο μόνος.
Σύμφωνα με τον Andersen, μέχρι το 1992 ο κόσμος άλλαξε ριζικά, καθώς η τεχνολογία έκανε θαύματα και η πολιτική οικονομία προχωρούσε, άκμαζε και ωρίμαζε. Τα επόμενα χρόνια όμως, δεν υπήρχαν βαθιές αλλαγές, με αποτέλεσμα οι δεκαετίες 00s, 90s μέχρι και τα τέλη των 80s να μοιάζουν αρκετά με το σήμερα. Σκεφτείτε ότι κάθε δεκαετία γεννούσε το δικό της χαρακτηριστικό όσον αφορά τη μόδα, τις τέχνες, την τεχνολογία, την οικονομία ή την πολιτική. Τα τελευταία είκοσι χρόνια όμως, όλα αυτά επαναλαμβανόντουσαν με εμπλουτισμένα στοιχεία κάθε φορά, με αποτέλεσμα να μην συμβαίνει κάτι τελείως διαφορετικό.
Στη μουσική βιομηχανία η Lana del Rey αντιγράφει τις σταρ του 50, ενώ η Lady Gaga είναι ο κλώνος της Μαντόνα. Η φθινοπωρινή συλλογή του Οίκου Gucci έχει σαφείς αναφορές στα γυναικεία ρούχα της δεκαετίας του 20, ενώ στη μεγάλη οθόνη κάνει comeback ο βουβός κινηματογράφος. Ακόμη και στη βιομηχανία των αυτοκινήτων, το Fiat 500 κάνει θραύση, όπως άλλωστε και το Coccinelle της εταιρίας Volkswagen. Το κλασσικό εκμοντερνίζεται και επαναλανσάρεται με μεγάλη επιτυχία και ο κόσμος έχοντας ξεχάσει πόσο κοντά είναι το πρόσφατο παρελθόν, το δέχεται ως νέα τάση. Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει τίποτα καινούριο σε όλη αυτή τη ρετρό μανία, τονίζοντας ότι έφτιαχνε τον καφέ του πριν είκοσι χρόνια, στην ίδια με σήμερα καφετιέρα Alessi.
Κάποια στιγμή οι καλλιτέχνες άρχισαν να κοιτάνε πίσω, να κάνουν αναδρομές στο παρελθόν, μέχρι που η νοσταλγία μιας προηγούμενης κουλτούρας έγινε μάλλον εμμονή με το παρελθόν. Το αστείο της υπόθεσης είναι ότι η νέα τεχνολογία έχει ενισχύσει την πολιτιστική νοσταλγική ματιά: τώρα που έχουμε άμεση και καθολική πρόσβαση σε κάθε παλιά εικόνα και ήχο, το μέλλον έχει φτάσει και τα πάντα είναι σχετικά με όνειρα του παρελθόντος. Πλέον ο πολιτισμός μας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την αναβίωση και την ανακύκλωση του παρελθόντος. Είναι σπάνιο το “νέο” πολιτισμικό τεχνούργημα που δεν φαίνεται σαν μια διασκευή από κάτι που έχουμε δει ή ακούσει στο παρελθόν. Έχουμε χάσει άραγε την όρεξη και τη χαρά για κάτι νέο; Ο Andersen θεωρεί ότι σε κάποιο μεγάλο βαθμό, είναι μια ασυνείδητη συλλογική αντίδραση σε όλα τις ασταμάτητες καινοτομίες που αντιμετωπίζουμε σχετικά με τις τεχνολογίες, τα γεωπολιτικά και οικονομικά μέτωπα. «Οι άνθρωποι έχουν περιορισμένη ικανότητα στο να υιοθετήσουν τη ροή, την πρωτοτυπία και τη δυσαρέσκεια, και τώρα έχουμε φτάσει στα όρια» προσθέτει.
Σε έναν κόσμο όπου η συνεχής εξέλιξη της τεχνολογίας είναι κάτι συναρπαστικό αλλά παράλληλα ανησυχητικό, ο κόσμος βρίσκει παρηγοριά στο παρελθόν και στη σταθερότητα που αποπνέει. Από την άλλη όμως η αιτία αυτής της προσκόλλησης είναι και οικονομική. Όπως κάθε προσοδοφόρος καπιταλιστικός τομέας, η βιομηχανία του μαζικού στιλ, επιδιώκει τη σταθερότητα και την προβλεψιμότητα. Οι ταχείες και ριζικές αλλαγές αυξάνουν το κόστος μιας επιχείρησης και απειλούν τις ήδη υπάρχουσες. Το μόνο πράγμα που έχει αλλάξει ριζικά και δραματικά για τα κομψά αυτά αντικείμενα (ηλεκτρονικά gadgets) κατά τα τελευταία 20 χρόνια είναι το ίδιο που έχει αλλάξει και για τις ταινίες, τα βιβλία και τη μουσική είναι ο τρόπος παραγωγής και διανομής.
«Φαίνεται να έχουμε παγιδεύσει τους εαυτούς μας σε έναν φαύλο κύκλο – η οικονομική πρόοδο και η καινοτομία παραμένουν στάσιμες, με εξαίρεση την τεχνολογία των πληροφοριών. Αυτό μας κάνει να αγκαλιάζουμε το παρελθόν και να το μετατρέπουμε σε κάτι ευχάριστα ελκυστικό με σκοπό το κέρδος και παράλληλα στερεί από τους πολιτισμούς τα καύσιμα που χρειάζονται για να αναπαράγουν νέες ιδέες» προσθέτει ο Andersen, εκφράζοντας τις ανησυχίες του για το αργό τέλος του δυτικού πολιτισμού.