Έγραφα σε προηγούμενο άρθρο ότι η χαρά μου είναι ανείπωτη αν ανακαλύψω στην Αθήνα καταστήματα που φέρνουν τα καλούδια που γεύτηκα σε κάποιο μου ταξίδι. Δεν ξέρω τελικά τι κρύβεται πίσω από αυτή τη χαρά, η ανάγκη να ξαναγευτώ το «θησαυρό» που ανακάλυψα, η ανάγκη να ξαναζήσω κάποια ευτυχισμένη στιγμή από εκείνο το ταξίδι, ή και τα δύο;
Κάθε μου ταξίδι απεικονίζεται φυσικά και σε δεκάδες φωτογραφίες που συχνά περιλαμβάνουν πολλά από τα γεύματά μου. Αλλά θα συμφωνήσω με τον Πλάτωνα Ριβέλλη ότι «η φωτογραφία είναι ένα μικρό κομμάτι χώρου κι ένα μικρό κομμάτι χρόνου…Είναι μια ψευδαίσθηση».
Η φωτογραφία δείχνει χρώματα αλλά όχι αρώματα και γεύσεις. Σε ταξιδεύει ξανά στους τόπους που νοστάλγησες, αλλά αφήνει ανικανοποίητους τους γευστικούς σου κάλυκες και την όσφρηση. Η γεύση, αλλά και η όσφρηση, είναι συχνά αναμνήσεις αλλά δεν είναι ψευδαισθήσεις. Μπορούν, κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες, να αναβιώσουν εν μέρει μία εμπειρία με απτό τρόπο. Εν μέρει, επειδή μπορεί κάποιος να γευτεί ξανά στον τόπο του το σπάνιο μεζεδάκι που γεύτηκε χιλιόμετρα μακριά, αλλά το περιβάλλον, η ατμόσφαιρα, η διάθεση διαφέρουν.
Οι γεύσεις είναι από μόνες τους ταξίδια στο χώρο και στο χρόνο. Προσωπικά μπορώ να ξεχάσω ένα μέρος, αλλά την ιδιαίτερη γεύση δεν την ξεχνώ. Η καλοκαιρινή νηστεία για μένα συνδέεται με τις μαθητικές καλοκαιρινές διακοπές μου στην Πάτρα, με τη ντοματόσουπα (που μέχρι πρόσφατα δεν μου άρεσε καθόλου), με φαρδιές φέτες ψωμί ψεκασμένες με ξύδι, λάδι και ρίγανη για δεκατιανό και βρεγμένες με νερό και σκεπασμένες με μισό δάχτυλο υγρή ζάχαρη για απογευματινό.
Τα γενέθλιά μου τον Αύγουστο γιορτάζονταν πάντα με χαλβά σιμιγδαλένιο στο σχήμα μιας κουταλιάς σούπας που σχημάτιζε μαργαρίτα στο πιάτο. Θυμάμαι την υπέροχη γεύση από σπιτικό παστό χοιρινό που είχαν φέρει στους γονείς μου κάποιοι φίλοι τους από το Μελιγαλά. Για χρόνια φανταζόμουν το Μελιγαλά σαν ένα μέρος με παστά χοιρινά.
Η μυρωδιά από το θυμάρι – σε φαγητό ή αποξηραμένο – με «στέλνει» σε καλοκαιρινό τοπίο με την κλασσική μεσογειακή βλάστηση. Τα άγρια σπαράγγια που δεν έχουν την παραμικρή σχέση με τα καλλιεργημένα, με μεταφέρουν σε μια πλαγιά του Γαλατά, μια συννεφιασμένη Καθαρή Δευτέρα. Τα ματσάκια της ρίγανης που στεγνώνουν ανάποδα στη σκιά με πάνε στη Σκύρο, στη διαδρομή προς το ραντάρ, αξημέρωτα, για να γλυτώσουμε την καλοκαιρινή ζέστη και με ένα ξύλο για να τρομάζουμε τα φίδια.
Δεν είναι λίγες οι φορές που καταστρώνω ένα ταξίδι γεύσης σε μια περιοχή που φημίζεται για κάποιο γευστικότατο μεζεδάκι. Αλλά τι κάνουμε όλοι μας άλλωστε όταν λέμε «πάω στης τάδε για ψάρι», «πάω στον τάδε για παϊδάκια» ή ζητάμε από κάποιον φίλο ή γνωστό να μας κουβαλήσει από το ταξίδι του τις καριόκες, π.χ. που δεν βρίσκουμε στην Αθήνα.
Ένα ταξίδι πέρυσι στάθηκε αποκάλυψη για μένα. Στην περσινή τριήμερη εκδρομή της Γ΄ γυμνασίου, για λόγους προφανείς, είχαμε προπαραγγείλει το φαγητό στα εστιατόρια που πηγαίναμε. Διαπίστωσα με λύπη ότι τα σημερινά παιδιά τρέφονται με χάμπουργκερ, μπιφτέκια, κοτόπουλα και μπριζόλες και δεν έχουν καν την περιέργεια ή την τόλμη να δοκιμάσουν μια διαφορετική γεύση.
Εκτός από το σοβαρό ζήτημα υγείας που δημιουργεί αυτή η διατροφή, περιορίζει τη φιλοσοφία και τις εμπειρίες μιας ολόκληρης ζωής. Εδώ πρέπει να πω ότι χρωστάω ένα πολύ μεγάλο ευχαριστώ (της το έχω πει πολλές φορές, αλλά και μια ακόμα δε βλάπτει) στο Χαρικλάκι, τη γιαγιά του γιου μου από τον πατέρα του, επειδή μου πρότεινε, όταν το επέτρεπε πια το πεπτικό του σύστημα, να βουτάω το δάχτυλό μου στο φαγητό που τρώγαμε οι υπόλοιποι και να το βάζω στο στοματάκι του «για να νοστιμευθεί».
Είμαι απολύτως σίγουρη ότι αυτή η πρώτη εκπαίδευση του ουρανίσκου με γλύτωσε στη συνέχεια από πολλές διατροφικές ιδιοτροπίες. Από τον τρόπο που ξερογλυφόταν ο μικρός τις περισσότερες φορές, χαίρομαι για τον κόσμο που του άνοιξαν αυτά τα πρώτα ταξίδια του στις γεύσεις.
Φωτό: Μαριάννα Τσεμπερλίδου