Το ξέρουμε όλοι από τα μαθητικά μας χρόνια: τα σχολεία μας, όταν γιορτάζουν τη γιορτή της 28ης Οκτωβρίου, γιορτάζουν μαζί και τη γιορτή της Σημαίας.
Τότε απονέμονται τα αριστεία και τα βραβεία της προηγούμενης χρονιάς, τότε ορίζονται ο/η σημαιοφόρος και οι παραστάτες της σημαίας. Αν οι αριστούχοι ισοψηφούν γίνεται ακόμα και κλήρωση, προκειμένου να αποφασίσει η τύχη ποιο από τα παιδιά θα παρελάσει με τη σημαία την 28η Οκτωβρίου, την επέτειο του ΟΧΙ, και ποιο την 25η Μαρτίου, την επέτειο της Εθνικής Παλιγγενεσίας.
Η σημαία είναι η επιβράβευση των κόπων μιάς σχολικής χρονιάς, το αντικείμενο του πόθου ενός υγιούς συναγωνισμού ή η αιτία ενός αθέμιτου ανταγωνισμού. Τα τελευταία χρόνια είδαμε να συνδέεται και με ζητήματα εθνικότητας, όταν οι αριστούχοι μαθητές δεν ήσαν έλληνες. Ακόμα και καύσεις σημαίας παρακολουθήσαμε – οι περισσότεροι από τις οθόνες της τηλεόρασής μας – ως ένδειξη διαμαρτυρίας (;)
Αν δούμε το ζήτημα και στο συμβολικό του επίπεδο, στην καθιερωμένη παρέλαση που πραγματοποιείται μια – δυό μέρες μετά τον εορτασμό της επετείου στο σχολείο, τα παιδιά αυτά κυριολεκτικά και μεταφορικά σηκώνουν τη σημαία της Ελλάδας και του σχολείου τους! Οι γονείς τους καμαρώνουν, τα ίδια τα παιδιά καμαρώνουν, τα σχολεία καμαρώνουν. Αλλά σ’ αυτές τις περιπτώσεις, η σημαία είναι το έπαθλο μιας προσπάθειας και όχι απλά το ιερό σύμβολο που δηλώνει την ύπαρξη και την ελευθερία του ενός έθνους, που γι’ αυτό το λόγο πρέπει πάντα να είναι ψηλά.
Αυτό το βαθύ συναίσθημα της πραγματικής και συμβολικής αξίας της υψωμένης σημαίας, της ιερότητας σχεδόν της τελετής έπαρσης και υποστολής της, το ένοιωθαν χωρίς να περιμένουν βραβεία και αναγνωρίσεις τέσσερις γυναίκες, οι περισσότερες όχι «μορφωμένες» (με τη σημερινή έννοια που δίνεται στον όρο), αλλά με μια καλλιέργεια που πολλοί θα ζήλευαν στις μέρες μας. Αυτές τις Κυρίες (με κάππα κεφαλαίο), ο λαός μας τις λέει Κυρές. Κι όποιος έχει ακούσει το σεβασμό με τον οποίο εκφωνείται εκείνο το «Κυρά», δεν το ξεχνάει ποτέ. Επιτρέψτε μου λοιπόν να σας τις παρουσιάσω:
– Την Κυρά της Ρω την ξέρουμε οι περισσότεροι. Είναι η Δέσποινα Αχλαδιώτη, που γεννήθηκε το 1890 και πέθανε στις 13 Μαΐου του 1982, στο νοσοκομείο της Ρόδου, σε ηλικία 90 ετών.
Από τη Wikipedia επιλέγω το απόσπασμα: Υπήρξε μέλος της Αντίστασης κατά την περίοδο της κατοχής και επί 40 χρόνια (από το 1943 ως το θάνατό της) ύψωνε την ελληνική σημαία στην ακριτική νησίδα της Ρω κάθε πρωί και τη κατέβαζε με τη Δύση του ήλιου. Στη Ρω είχε εγκατασταθεί με τον άντρα της και την τυφλή μητέρα της από το 1924 … η σορός της μεταφέρθηκε στην Ρω και τάφηκε κάτω από τον ιστό όπου ύψωνε τη σημαία.
Η ίδια είχε δηλώσει: Τα ξερονήσια του Καστελόριζου και της Ρω τ’ αγαπώ. Έμεινα μόνη μου το 1943 στο Καστελόριζο με την τυφλή μου μάνα, όταν έφευγαν όλοι οι κάτοικοι του νησιού στη Μέση Ανατολή και στην Κύπρο. Με την Ελληνική σημαία υψωμένη και την αγάπη για την Ελλάδα βαθιά ριζωμένη μέσα μου πέρασα όλες τις κακουχίες…Βέβαια η ζωή στη Ρω δεν είναι και τόσο ευχάριστη, αλλά νιώθεις πιο πολύ την Ελλάδα, χαμένος όπως είσαι στο πέλαγος, λίγες εκατοντάδες μέτρα από τις τουρκικές ακτές. Την ελληνική σημαία θέλω να μου τη βάλουν μαζί μου στον τάφο.
Συγκινητική η εκπομπή του Φρέντυ Γερμανού, αφιερωμένη στην Κυρά της Ρω, με την ίδια στην εκπομπή «Πορτραίτο της Πέμπτης», στην ΕΡΤ:
http://www.youtube.com/watch?v=2iXMXQNNoFU
– Η Κυρά της Σαμιοπούλας είναι μια παρόμοια περίπτωση, που όμως τη γνωρίζουμε λιγότερο. Η Κατίνα Κάππου πρωτοπήγε στη Σαμιοπούλα το 1945, σε ηλικία 23 ετών και μόλις είχε παντρευτεί τον άνδρα της Τάσο. Βρέθηκε σ’ ένα βράχο με κατσίκια που έβοσκαν ελεύθερα και τίποτα άλλο.
Αντιγράφω από ΤΑ ΝΕΑ την αφήγηση του γιου της: Η Σαμιοπούλα τότε ήταν μοναστηριακό νησί κι αρχικά το νοίκιασαν από τη Μονή της Μεγάλης Παναγίας μέχρι και το 1957, που παραχωρήθηκε στο κράτος με την προϋπόθεση να δοθεί σε ακτήμονες καλλιεργητές … Άρχισαν να χτίζουν τοίχους, να καλλιεργούν όπου υπήρχαν μικρά κομμάτια γης, έβαλαν γύρω στα 160 δέντρα ελιές. Στην πορεία έχτισαν με τα χέρια τους και δύο πέτρινα σπιτάκια, αποθήκες και δεξαμενή, αργότερα κι ένα ταβερνάκι για πρόχειρο φαγητό για όσους φτάνουν με τα καΐκια ώς εδώ, κυρίως τα καλοκαίρια…».
Έζησε στο νησί 64 χρόνια, από τα οποία τα τελευταία εννιά χωρίς τον άνδρα της, που πέθανε το 2000. Η ίδια άφησε την τελευταία της πνοή σε ηλικία 87 ετών στη Σάμο, στις 23 Σεπτεμβρίου 2009, αλλά «Την τίμησε και ο Στρατός και ο ηγούμενος της Μεγάλης Παναγίας. Τέσσερα- πέντε καΐκια συνόδευσαν τη νεκρική πομπή εν πλω από το Πυθαγόρειο προς τη Σαμιοπούλα, ήταν κάτι το συγκινητικό, αφηγείται ο γιος της.
Η ίδια δήλωνε: Εγώ δεν φεύγω, θέλω να ανάβω τα καντήλια της Αγίας Πελαγίας… και πήγαινε κάθε πρωί στο αγαπημένο της, το πιο κοντινό από τα δύο, εκκλησάκι. Και βεβαίως φύλαγε ως κόρη οφθαλμού την υψωμένη σημαία.
– Η Κυρά των Μαρασίων δεν βρέθηκε σε νησί, αλλά στον Έβρο. Η Βασιλική Λαμπρίδου – Φωτάκη, όπως είναι το πραγματικό της όνομα , γεννήθηκε το 1904 στο Μεγάλο Ζαλούφι της Ανατολικής Θράκης.
Ορφανή και προσφυγοπούλα, εγκαταστάθηκε προσωρινά στο Ελληνοχώρι Διδυμότειχου και έπειτα στο Σάκο της Νέας Ορεστιάδας. Παντρεύτηκε δύο φορές και απέκτησε τέσσερα παιδιά. Και όταν έχασε τα τρία σε νεαρές ηλικίες, άρχισε να αντιμετωπίζει σαν δικά της παιδιά όλα τα Ελληνόπουλα και ιδιαίτερα τα στρατευμένα.
Το 1962 εγκαταστάθηκε οριστικά στο χωριό Μαράσια, στα ελληνοτουρκικά σύνορα. Το σπίτι της είναι το τελευταίο του οικισμού, δίπλα στο ακριτικό φυλάκιο. Η “κυρά Βασιλικούδα”, όπως την αποκαλούσαν οι συγχωριανοί της, γυναίκα σύμβολο των Ελλήνων ακριτών, κάθε μέρα, και για 50 χρόνια, νωρίς το πρωί ύψωνε την ελληνική σημαία στο φυλάκιο Έλεγε ότι ακούγοντας τους Τούρκους από την άλλη πλευρά ένιωθε πάντα την ανάγκη να δηλώνει την παρουσία της και την ελληνικότητα του τόπου: «Για να φαίνεται η σημαία απέναντι, εκεί όπου γεννήθηκα.»
Όσοι έκαναν τη στρατιωτική θητεία τους στο Β. Έβρο τη θυμούνται με ευγνωμοσύνη. Τους μαγείρευε, τους έπλενε, τους συμβούλευε σαν δικά της παιδιά. Απεβίωσε στις 19 Ιουνίου 2011, σε ηλικία 107 ετών και κηδεύτηκε με τιμές εν ενεργεία αξιωματικού του στρατού.
– Άφησα για τελευταία τη Φιλιώ Χαϊδεμένου, την Κυρά του Μουσείου Μικρασιατικού Ελληνισμού, που είναι και η αγαπημένη μου. Αυτή δε βρέθηκε στα σύνορα ούτε σε βραχονησίδα. Βρέθηκε στη Ν. Φιλαδέλφεια και η σημαία που σήκωνε χρόνια είναι το Μνημείο και το Μουσείο Μικρασιατικού Ελληνισμού.
Το λιτότερο βιογραφικό της γράφει ότι γεννήθηκε το 1899 στα Βουρλά της Μικράς Ασίας από Ναξιώτη πατέρα. Το 1922, με το διωγμό, έχασε αδέλφια και πατέρα. Ήρθε προσφυγοπούλα στην Ελλάδα όπου και ζούσε μέχρι σήμερα. Υπήρξε ενεργό μέλος πολλών μικρασιατικών σωματείων και βραβεύτηκε επανειλημμένως για τις δραστηριότητές της.
Ίδρυσε το Μουσείο Μικρασιατών στη Νέα Φιλαδέλφεια, το οποίο φέρει το όνομά της: «Φιλιώ Χαϊδεμένου». Έφυγε σε ηλικία 108 ετών στις 6/6/2007.
Η κρατική τηλεόραση με τα αφιερώματα στη Μικρασιατική καταστροφή, έχει επαναλάβει τις εκπομπές στις οποίες η γιαγιά Φιλιώ διηγείται παραστατικά και ζωντανά «σαν να μην πέρασε μια μέρα», όλα όσα έζησε εκεί κι εδώ. Τη ζωή της δηλαδή. Που δεν ήταν εύκολη. Στην κατοχή αναγκάστηκε να φύγει με τον άνδρα της και να πάει να ζήσει στη Βόρεια Ελλάδα για κάποια χρόνια. Απέκτησε μια κόρη, εγγόνια και δισέγγονα Αλλά αυτό που την έκαιγε ήταν να μην ξεχαστεί όλη αυτή η καταστροφή: Εκείνο που δεν ξεχνώ ποτέ, ήταν όταν είδα, τρέχοντας, το θάνατο με τη ζωή να παλεύει. Τι ήταν αυτό; Ήταν μια νέα γυναίκα, μια μάνα ξαπλωμένη, με αίματα… έτσι… στεγνά ξερά επάνω της, και ένα μωρό, στη θηλή του στήθους της, να τη δαγκώνει και να τινάζει χέρια και πόδια και να ζητάει τη ζωή από την πεθαμένη. Και δίνει την υπόσχεση να σηκώσει τη δική της σημαία: Φεύγοντας, όταν μπήκα στο πλοίο καταρρακωμένη, γύρισα και είδα την πατρίδα μου να καίγεται. […] Και, έκανα εκείνη τη στιγμή έναν όρκο: «Δε θα σε ξεχάσω ποτέ. Θα μπορέσω να κάνω κάτι, για να το μάθει η υφήλιος, αυτή την καταστροφή που έγινε, και με χιλιάδες χρόνια να φαίνεται και ν’ ακούγεται τι έγινε και τι είδα».
Το 1995 στήθηκε το μνημείο Μικρασιατών και Χαμένων Πατρίδων πάνω σε χώμα που έφερε η ίδια από τα Βουρλά. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, ήδη 90 χρόνων, ξεκίνησε την προσπάθεια για το Μουσείο. «Αυτό είναι το όνειρό μου», είχε πει σε συνεντεύξεις και τηλεοπτικές εκπομπές, «και δεν πρόκειται να πεθάνω αν δεν γίνει…». Και πέθανε λίγους μήνες μετά τα εγκαίνια του Μουσείου, στο οποίο συγκέντρωσε αντικείμενα και κειμήλια από τους Μικρασιάτες όλης της χώρας.
Αφιέρωμα στη μνήμη της, πολύ λίγο σε σχέση με τις εκπομπές που η ίδια αφηγείται τη ζωή της, στο http://www.youtube.com/watch?v=Y8Yj80nUxMw Και το βιβλίο της που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λιβάνη Τρεις αιώνες μια ζωή Γιαγιά Φιλιώ η Μικρασιάτισσα.
Αυτές ήταν οι Κυρές που θαυμάζω και ήθελα να σας γνωρίσω. Οι ελάχιστες φωτογραφίες τους δείχνουν ηλικιωμένες γυναίκες, ταλαιπωρημένες από τη ζωή και το χρόνο.
Μια τρυφερή στιγμή της Φιλιώς Χαϊδεμένου προδίδει τη γυναικεία της κοκεταρία όταν δηλώνει ότι το πρόσωπό της ρυτίδιασε πολύ αργά, πριν μερικά χρόνια (ήταν 104 χρόνων όταν μιλούσε γι αυτό).
Αυτές οι γυναίκες δεν περίμεναν βραβείο γι’ αυτό που έκαναν. Το πίστευαν και το πάλεψαν. Ευτυχώς που σε όλες τις περιπτώσεις έζησαν και την αναγνώριση της πολιτείας.
Όταν λοιπόν βλέπω άτομα να καίνε τη σημαία ή να μουτζώνουν τους επισήμους στις παρελάσεις, αισθάνομαι ντροπή για την ύβρη και σκέφτομαι πόσο θα θλίβονταν με ένα τέτοιο γεγονός αυτές οι γυναίκες που στήριξαν τη ζωή τους σε αξίες και ιδανικά και στο σεβασμό της πατρίδας και των συνανθρώπων τους.
Οι γυναίκες που κέρδισαν το Βραβείο της Σημαίας.
Φωτό από: www.google.gr