ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΣΧΕΣΕΙΣ

Οι τέσσερις πανέμορφες τελευταίες Ρομανόφ

Post by: 05/12/2021 0 comments

Οι τέσσερις πανέμορφες κόρες του τσάρου Νικολάου της Ρωσίας και της γυναίκα του Αλεξάνδρας του Έσσε, εγγονής της βασίλισσας Βικτόρια της Αγγλίας, έζησαν μια μικρή ζωή που τελείωσε με τον πλέον τραγικό τρόπο.

Στις ιστορικές αναφορές, τις αποκαλούν όλοι με τα αρχικά τους: ΟΤΜΑ, που σημαίνει Όλγα, Τατιάνα, Μαρία και Αναστασία. Δεν πρόλαβαν να ζήσουν, ούτε να παντρευτούν γιατί σκοτώθηκαν με τον πιο φρικτό τρόπο.

Η Όλγα.

Μετά το γάμο του Νικολάου και της Αλεξάνδρας το Νοέμβριο του 1894, όλη η Ρωσία περίμενε τη γέννηση του διαδόχου. Όμως, μια ολόκληρη χώρα απογοητεύτηκε με τις 101 κανονιές που σήμαιναν ότι γεννήθηκε κορίτσι, αντί για τις πολυπόθητες 300 που θα σήμαιναν ότι γεννήθηκε ο διάδοχος. Η πρώτη κόρη, η Όλγα Νικολάγιεβνα Ρομανόβα, είχε γεννηθεί στις 3 Νοεμβρίου του 1895 (1895-1918) οι γονείς της, της έδωσαν το αρχαίο όνομα Όλγα, που είχε δοθεί πολλές φορές σε κορίτσι της οικογένειας.

Την πρώτη χρονιά της ζωής του, το όμορφο παχουλό και ψηλό κοριτσάκι το πέρασε μαζί με τους γονείς του σε ένα ταξίδι υποχρεώσεων στην Αυστρία, στο Κίεβο, στη Γερμανία, Δανία, Αγγλία, Γαλλία και, τέλος, πίσω στο Ντάρμσταντ. Στο Παρίσι, ο λαός χαιρετούσε τη μικρή φωνάζοντας «ζήτω το μωρό» και «ζήτω η μεγάλη δούκισσα» – τίτλος που πήρε μετά τη γέννησή της.

Η Τατιάνα.

Στο τέλος Μαΐου του 1897 με το παλιό ημερολόγιο, μια μικρή σύντροφος για το παιχνίδι έφτασε στον οίκο των Ρομανόφ, η μικρή Τατιάνα (1897-1918). Ο Νικόλαος που κρατούσε ημερολόγιο, είχε σημειώσει: «Η δεύτερη φωτεινή κι ευτυχισμένη μέρα της οικογενειακής μας ζωής.»

Στο βιβλίο «Έξι χρόνια στη Ρωσική Αυλή» που έγραψε το 1906 η ιρλανδή γκουβερνάντα των κοριτσιών, Μάργκαρετ Ήγκερ, σημείωνε πόσο κοντά ήταν τα δύο κοριτσάκια, η δυναμική Όλγα και η λεπτεπίλεπτη Τατιάνα. Η Όλγα έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον για τον έξω κόσμο, ήταν ξεροκέφαλη, έδειχνε συμπόνια για τους άλλους και είχε απόλυτη αφοσίωση στον πατέρα της, Τσάρο Νικόλαο. Σε ένα μικρό περιστατικό, σε ένα κατάστημα παιχνιδιών, η γκουβερνάντα αφηγείται ότι η Όλγα διάλεξε για τον εαυτό της το μικρότερο παιχνίδι για να μην τα στερήσει από άλλα παιδάκια. Η γενναιοδωρία ήταν χαρακτηριστικό της.

Η μικρή Τατιάνα είχε ήρεμη και ισορροπημένη προσωπικότητα με σκούρα μαλλιά και γκρίζα μάτια. Ήταν ευθύς τύπος με καλή αίσθηση του χιούμορ. Κολλητή με την μεγαλύτερη αδελφή της, την Όλγα, είχαν το παρατσούκλι «το μεγάλο ζευγάρι». Στα 16 της έπαθε τυφοειδή πυρετό και στα 17 της βρήκε σκοπό στη ζωή της, αφού πήρε πιστοποίηση νοσοκόμας χειρουργείου στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Μαζί με τη μητέρα τους, και η αδελφή της Όλγα κατετάγη ως νοσοκόμος, αλλά τελικά μην αντέχοντας το τραγικό θέαμα των τραυματιών, απαλλάχθηκε από τα καθήκοντα στα χειρουργεία και μετατέθηκε σε διοικητικές θέσεις.

Μια άλλη νοσοκόμα είχε δηλώσει για την Τατιάνα πως ήταν γεννημένη νοσοκόμα. Ακουμπούσε απαλά και ατρόμητα ακόμα και τα πιο σοβαρά τραύματα και τα έδενε με αυτοπεποίθηση και ικανά χέρια.

Η Μαρία.

Μετά τις «αδελφές Ρομανόφ ένα και δύο» γεννήθηκε η τρίτη κόρη, η Μαρία (1899-1918), στις 26 Ιουνίου του 1899.

Η Μαρία είχε εντελώς διαφορετική προσωπικότητα από τα άλλα δύο κορίτσια. Την περιέγραφαν ως όμορφη, περίεργη, ζωηρή, της άρεσε να φλερτάρει και ήθελε και εκείνη να γίνει νοσοκόμα, όπως οι αδελφές της, αλλά επειδή ήταν πολύ νέα, τελικά έγινε προστάτιδα ενός νοσοκομείου, στο οποίο επισκεπτόταν τραυματισμένους στρατιώτες.

Η Αναστασία.

Στο μεταξύ, στις 18 Ιουνίου του 1901, η Αλεξάνδρα Φεοντόροβνα, γέννησε την τέταρτη κόρη, την Αναστασία. Αρχικά, εκπαιδεύτηκε από τη μητέρα της να διαβάζει και μετά, από μια Eλβετίδα δασκάλα. Τόσο την ίδια όσο και την αδερφή της Μαρία, τις πρόσεχε μια γκουβερνάντα, ενώ την Όλγα και την Τατιάνα, η κυρία επί των τιμών της μητέρας τους.

Ο διάδοχος ήρθε!

Επιτέλους, στις 12 Αυγούστου του 1904, απέκτησαν τον πολυπόθητο γιο και διάδοχο, τον Αλεξέι Νικολάγιεβιτς (1904-1918). Ο νεαρός ήταν φτυστός σε εμφάνιση με τη μητέρα του, πανέμορφος, με μπλε μάτια και μαλλιά όλο μπούκλες. Ήταν ένα ζωηρό, κακομαθημένο αγόρι, περήφανο για το ρόλο του διαδόχου και του μελλοντικού τσάρου. Χαιρετούσε τους στρατιώτες, έδινε εντολές από τα 6 του χρόνια, ακόμα κι αν οι στρατιώτες δεν μιλούσαν ρώσικα. Το παιδί αυτό γεννήθηκε με αιμοφιλία, κληρονομική ασθένεια από τη μητέρα του, η οποία επειδή φοβόταν για τη ζωή του, δεν τον άφηνε να παίξει με τα άλλα παιδιά, μήπως χτυπήσει και πάθει αιμορραγία.

Ήδη την ημέρα της γέννησής του, με το που κόπηκε ο ομφάλιος λώρος, σύμφωνα με το ημερολόγιο του πατέρα του ο Αλεξέι, έπαθε ακατάσχετη αιμορραγία για 48 ώρες και η πληγή δεν έκλεινε, σε σημείο να χάσει το ⅛ του αίματός του.

Και ενώ οι αδελφές του ήταν δεινές αμαζόνες, σε εκείνον δεν επιτρεπόταν ούτε ιππασία να κάνει. Η οικογένεια Ρομανόφ ζούσε ήρεμα στο Παλάτι Τσάρκογιε Τσέλο. Οι τέσσερις κόρες δεν ήθελαν να φύγουν από τη Ρωσία, για αυτό και δεν ήθελαν να παντρευτούν ξένους. Στα 17 της, η Όλγα ήταν ένα κορίτσι με αγγελική έκφραση καλοσύνης. Ίσως γιατί ήταν ερωτευμένη. Ααντικείμενο του έρωτά της ήταν ο αριστοκράτης αξιωματικός του ναυτικού, Πώλ Βορονόφ. Όμως σύντομα εκείνος ερωτεύτηκε την όμορφη κόρη της κόμισσας Κλάινμάικλ, συνονόματη Όλγα. Επόμενος υποψήφιος γαμπρός ήταν ο άβουλος πρίγκιπας Κάρολος της Ρουμανίας. Όταν οργανώθηκε μια επίσκεψη στη χώρα, η Όλγα και οι αδελφές της επίτηδες άφησαν το πρόσωπό τους να καεί από τον ήλιο στο καράβι που τις μετέφερε στην Κωνστάντζα για να μην είναι ευπαρουσίαστες. Η Όλγα δεν ήθελε να ζήσει σε άλλη χώρα εκτός από τη Ρωσία. Αλλά και τη Μαρία, την είχε ερωτευτεί ο Λόρδος Μαουντμπάτεν, ξάδελφός της από τη μητέρα της, που αργότερα προσπάθησε να σώσει την οικογένεια, αλλά δεν τα κατάφερε.

Δύο μήνες αργότερα κηρύχτηκε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Σύντομα, τα σοκαριστικά νέα της δολοφονίας του Ρασπούτιν έγιναν γνωστά, σε αυτήν την τόσο εκρηκτική εποχή. Η αυτοκράτειρα Αλεξάνδρα και οι κόρες της απομονώθηκαν στο παλάτι.

Λίγο αργότερα, καθώς η μεγάλη Δούκισσα Όλγα και ο αδελφός της Αλεξέι έπαιζαν στο χιόνι με έναν νεαρό στρατιωτικό, κόλλησαν ιλαρά. Μετά, κόλλησαν και οι άλλες δύο αδελφές με αποτέλεσμα να χάσει την ακοή της η Τατιάνα.

Στο μεταξύ ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος όχι μόνο έφερε νεκρούς στη Ρωσία αλλά και πείνα, αταξία, στασιαστές και ομάδες που έκαναν πλιάτσικο.

Η παραίτηση.

Για να επαναφέρουν την τάξη, η φρουρά και οι στρατηγοί απαίτησαν την παραίτηση του Τσάρου. Ο Τσάρος Νικόλαος, που τέσσερεις ημέρες πριν, στο Μέτωπο, πέρασε ένα καρδιακό επεισόδιο, παραιτήθηκε στις 15 Μαρτίου του 1917, υπέρ του γιου του Αλεξέι. Όμως σύντομα άλλαξε γνώμη, αφού οι γιατροί τον συμβούλεψαν το αντίθετο, προβλέποντας πως ο φιλάσθενος Αλεξέι δεν θα ζούσε για πολύ ακόμη, μακριά από την οικογένειά του, που θα έφευγε για την εξορία. Μια και ούτε ο αδελφός του Νικόλαου, Μιχαήλ, δέχθηκε το θρόνο, η Δυναστεία των Ρομανόφ, μετά από 3 αιώνες, τελειώνει. Η παραίτηση του Τσάρου έγινε δεκτή από το λαό με ανακούφιση και χαρά, αλλά και φόβο, θυμό και σύγχυση.

Ενώ οικογένεια ζήτησε άσυλο στη Βρετανία και στη Γαλλία και μετέπειτα στη γειτονική Φιλανδία, σε όλες τις χώρες, για πολιτικούς λόγους, δεν έγινε δεκτή. Λέγεται ότι η ευφυέστατη Όλγα, άλλαξε μέσα σε μήνες και από μια χαρούμενη, δυναμική κοπέλα, έγινε θλιμμένη και πικρή, καταλαβαίνοντας απόλυτα το ζοφερό της μέλλον.

Η σύλληψη.

Στις 20 Μαρτίου του 1917, η προσωρινή Κυβέρνηση αποφάσισε να συλλάβει και να κρατήσει την οικογένεια σε κατοίκων περιορισμό στα ανάκτορα του Τσάρκογιε Τσέλο. Ο Τσάρος που είχε επιστρέψει από το μέτωπο και ενώθηκε με την οικογένειά του, δεν είχε καταλάβει ότι η χώρα έβραζε από οργή. Το καλοκαίρι, ο πρωθυπουργός Κερένσκυ, διάλεξε την πόλη Τομπόλσκ στη Σιβηρία, για να μεταφέρει την εξόριστη οικογένεια. Η πόλη απείχε 240 χλμ. από την πλησιέστερη κατοικημένη περιοχή.

Όμως 26 Μαρτίου, η κατάσταση άλλαξε προς το χειρότερο. Ο Κόκκινος Στρατός αφαίρεσε τους πιστούς υπηρέτες της οικογένειας, το βούτυρο και τον καφέ ως περιττές πολυτέλειες και τέλος, μετέφεραν την οικογένεια στο Αικατερίνμπουργκ, πρωτεύουσα των Ουραλίων. Η ίδια η οικογένεια πίστεψε αφελώς, ότι θα τους μεταφέρουν σε ασφαλέστερο μέρος. Ο Αλεξέι ήταν πολύ άρρωστος για να φύγει. Έτσι, αναχώρησαν πρώτα οι γονείς με τη Μαρία, ενώ ο Αλεξέι έμεινε πίσω με τις υπόλοιπες αδελφές του μέχρι να μπορούν να ταξιδέψουν στη νέα τους κατοικία εξορίας.

Μετά από πολλές περιπέτειες, ένα τεράστιο ταξίδι με άμαξες, τραίνο και καράβι, η οικογένεια ενώθηκε στο Αικατερίνμπουργκ και κρατήθηκαν σε περιορισμό. Πλέον μπορούσαν να βγαίνουν από το σπίτι μόνο μία φορά την ημέρα και ο περιορισμός έγινε ασφυκτικός.

Το 1918 είχε φτάσει και, μαζί του, η επιθυμία των μπολσεβίκων στη νέα πρωτεύουσα, τη Μόσχα, να δικαστεί ο Τσάρος Νικόλαος. Όμως, καθώς η στρατιωτική κατάσταση επιδεινωνόταν, ο Λέων Τρότσκι άρχισε να διαφοροποιείται και να ζητάει την άμεση εκτέλεση των Ρομανόφ. Αφού ζήτησαν την άδεια του Λένιν, η απάντηση έφτασε κωδικοποιημένη με τηλεγράφημα.

Η εκτέλεση.

Στις 2:00 το πρωί της 17ης Ιουλίου 1918, οι στρατιώτες ξύπνησαν την οικογένεια, τον γιατρό τους και τους τρεις υπηρέτες που τους είχαν απομείνει πιστοί και τους μετέφεραν στο υπόγειο του σπιτιού που έμεναν, δήθεν για προστασία. Εκεί, άρχισαν να πυροβολούν. Πρώτα σκότωσαν τον Τσάρο με πολλαπλούς πυροβολισμούς. Οι τέσσερις κόρες, Όλγα, Τατιάνα, Μαρία και Αναστασία, γλύτωσαν από τις πρώτες σφαίρες γιατί στα ρούχα τους είχαν ραμμένους πολύτιμους λίθους και διαμάντια, τα οποία τις προστάτεψαν. Η Μαρία, ούτε καν 20 ετών τότε, προσπάθησε να δραπετεύσει, αλλά οι πόρτες ήταν κλειδωμένες. Μετά την αποτυχία τους, οι στρατιώτες τις έσφαξαν με τις ξιφολόγχες τους και τους έδωσαν από κοντά και τη χαριστική βολή με πυροβολισμό στο κεφάλι.

Τα σώματα κάηκαν, βυθίστηκαν σε θειικό οξύ και τα υπολείμματά τους πετάχτηκαν άταφα σε ένα παλιό ορυχείο. Το 1979, βρέθηκαν από έναν αρχαιολόγο και επιβεβαιώθηκαν αργότερα με DNA test τα υπολείμματα του Τσάρου, της Τσαρίνας και τριών από τις θυγατέρες τους. Το 2007, κοντά στην Αικατερίνμπουργ βρέθηκαν οστά που άνηκαν σε μια νεαρή κοπέλα και ένα αγόρι. Μετά από DNA test το 2008, πιστοποιήθηκε ότι τα οστά ανήκουν σε δύο από τα παιδιά του Νικόλαου, στο αγόρι και σε μια κόρη.

Ο μύθος και η αποκατάσταση.

Έχει καλλιεργηθεί ο μύθος ότι η Αναστασία ή η Μαρία και ο αδελφός της Αλεξέι, τελικά κατάφεραν να διαφύγουν, γιατί αρκετές γυναίκες παρουσιάστηκαν εκ των υστέρων και συστήθηκαν ως Ρομανόφ.

Η περιουσία της οικογένειας, τα πετράδια, τα κάστρα, οι τραπεζικές αξίες, ενδιέφεραν μεν τις βασιλικές οικογένειες της Ευρώπης, όχι όμως και τις Κυβερνήσεις τους. Ο Νικόλαος λέγεται πως είχε κατατεθειμένα χρήματα κρυφά στο Λονδίνο, στη Γερμανία και στο Βατικανό. Οπότε, όλοι είχαν συμφέρον από την εξαφάνιση του οίκου.

Το 1981, όλη η οικογένεια Ροναμόφ αναγνωρίστηκε ως Μάρτυρες από την Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία. Στις 17 Ιουλίου 1998, επί Προέδρου Γέλτσιν, έγινε και επίσημα η κηδεία της οικογένειας, των τριών πιστών υπηρετών και του γιατρού τους, δόκτορα Μπότκιν, στον καθεδρικό ναό της Αγίας Πετρούπολης, Αγίων Πέτρου και Παύλου. Στην κηδεία παραβρέθηκαν πενήντα εξόριστα μέλη της οικογένειας από όλα τα μέρη του κόσμου, καθώς και πολλοί πολιτικοί, πρέσβεις και διακεκριμένες προσωπικότητες.

Οι πανέμορφες Μεγάλες Δούκισσες Ρομανόφ, σε ηλικίες 23, 21, 19, 17 ετών, έσβησαν τραγικά και με θηριώδη τρόπο για να αποκατασταθεί η μνήμη τους 80 χρόνια μετά το θάνατό τους, το 1998.

Η ιστοσελίδα έχει πληροφοριακό χαρακτήρα. Διαβάστε τους όρους χρήσης
Show Buttons
Hide Buttons