Hisashi Kashwai
Καμογκάουα, οι ντετέκτιβ γεύσεων
Εκδόσεις Ψυχογιός
Στο Κυότο, στην ιαπωνική πόλη στην οποία την άνοιξη ανθίζουν οι κερασιές και πλημμυρίζει από χιλιάδες τουρίστες που φωτογραφίζουν το θέαμα, υπάρχει ένα μικρό εστιατόριο που φιλοξενεί και ένα γραφείο Ερευνών.
Και το εστιατόριο και το γραφείο ερευνών ανήκει στον χήρο, πρώην αστυνομικό, Ναγκέρε Καμαγκάουα και στην κόρη του, Κοΐσι.
Εκτός από το να σερβίρει εκλεκτό ιαπωνικό φαγητό, ο εστιάτορας και πρώην αστυνομικός, ερευνά και ανασυνθέτει συνταγές από φαγητά που γεύτηκαν κάποτε ορισμένοι πελάτες του και που με βάση τις αναμνήσεις τους, προσπαθούν να τις γευτούν ξανά, με τη βοήθεια του Ναγκάρε. Το εστιατόριο έχει μεγάλη φήμη, αν και είναι κρυμμένο σε μια διεύθυνση, χωρίς πουθενά μια πινακίδα ούτε καν μενού. Τρως ό,τι σου σερβίρουν.
Σε αυτόν εδώ το «ναό» της γαστρονομίας, συμβαίνουν 6 διαφορετικές ιστορίες με 6 πελάτες που προσπαθούν με βάση τις αναμνήσεις τους που αφηγούνται στον Ναγκάρε Καμαγκάουα να ξαναφάνε ένα αγαπημένο τους φαγητό. Εκείνος αναλαμβάνει, μέσα από έρευνα σε αθρώπους, γειτονιές, εστιατόρια ή υλικά, να ξαναδημιουργήσει το φαγητό που αναζητούν οι πελάτες του. Ας πούμε, να τρεις από τις ιστορίες:
Ο επίσης χήρος, πρώην συνάδελφος του Ναγκάρε, θέλει να ξαναφάει το Ναμπεγιάκι-ουντόν, όπως το έφτιαχνε η μακαρίτισσα η γυναίκα του.
Η Νόμπουκο Ναντάγια αναζητάει μια γεύση που έχει φάει μόνο μια φορά, το Μοσχάρι στιφάδο, πριν πενήντα πέντε χρόνια, όταν της έκανε πρόταση γάμου ένας φίλος της στο πρώτο τους ραντεβού.
Ο Τομόμι Ιβακούρα νοσταλγεί να ξαναφάει το Σκουμπρί σούσι που έφαγε ως παιδί πριν πενήντα χρόνια, στο σπίτι μιας κυρίας, στης οποίας τη βεράντα έπαιζε, όταν πήγαινε διακοπές.
Κάπως έτσι κυλάνε με αυτόν τον πρωτότυπο και ευφυή τρόπο και οι υπόλοιπες ιστορίες του Kashiwai.
Συνδυάζουν την παράδοση του ιδιαίτερου ιαπωνικού φαγητού, τη νοσταλγία των συναισθημάτων που αποτελούν το βασικό συστατικό κάθε συνταγής και την τόσο διαφορετική προσωπική ιστορία από το παρελθόν κάθε πελάτη.
Ο πατέρας-εστιάτορας-ντετέκτιβ είναι ένας ιδιόρρυθμος τύπος αφού, ενώ τοποθετεί τη διαφήμιση του εστιατορίου του σε ένα γαστριμαργικό περιοδικό, δεν γράφει καν τη διεύθυνση του μαγαζιού.
Η κόρη, συνεργάτιδα, συναισθηματικά δεμένη με τον πατέρα της, ευφυής και ανύπαντρη ακόμα, είναι όχι μόνο το δεξί του χέρι στο εστιατόριο, αλλά και εκείνη που παίρνει με οξυδέρκεια και προσοχή την αρχική συνέντευξη από εκείνους που ψάχνουν να ξαναφάνε μια παλιά ανάμνηση, ένα φαγητό από το παρελθόν.
Ακόμα και ο υπναράς, ο γάτος που υποδέχεται στην είσοδο τους πελάτες, ταιριάζει με την ήρεμη παρουσία του σε αυτό το υπέροχο σκηνικό. Εδώ δεν υπάρχει φιλοδοξία για αστέρια Μισελέν, αλλά αγάπη για το φαγητό, τους πελάτες και τις αναμνήσεις τους. Η εποχή απαιτεί ταχύτητα και εναλλαγές, στο εστιατόριο του Ναγκάρε όμως, τίποτα δεν γίνεται βιαστικά, όλα παίρνουν το χρόνο τους για να μαγειρευτούν με τον τρόπο που θα κάνει ευτυχισμένους όσους εμπιστεύονται το ταλέντο του. Είναι ένας μικρόκοσμος τέχνης, ποιότητας και αφοσίωσης, που δίνει νόημα στη ζωή πατέρα και κόρης.
Τόσο ιδιαίτερο, τόσο αγαπησιάρικο βιβλίο, με τόσες λεπτομέρειες για το φαγητό της Ιαπωνίας που στο τέλος σε κάνουν ξεφτέρι.
Το είδα, ενθουσιάστηκα με το εξώφυλλό του και γ’ αυτό το πήρα. Είναι πράγματι ένα διαφορετικό βιβλίο-πρεσβευτής του πολιτισμού της μακρινής χώρας της Ιαπωνίας και της κουλτούρας του λαού της.