Γκυ Ντε Μωπασάν
Η Χοντρομπαλού
Μετάφραση Αμαλία Τσακνιά
Εκδόσεις Κίχλη
Μια αριστοτεχνική, συγκινητική, κοινωνική νουβέλα 110 σελίδων που απολαμβάνεις να διαβάζεις. Αν δεν έχεις χρόνο να διαβάσεις μυθιστόρημα, ένας λόγος παραπάνω να διαβάσεις αυτό το συγκλονιστικό βιβλιαράκι.
Στην ποιοτική έκδοση του οίκου Κίχλη, με το πολυτονικό σύστημα – δασεία, οξεία, περισπωμένη, υπογεγραμμένη – και βιβλιοδεσία καλλιτεχνική, από αυτές που δεν υπάρχουν πια.
Με το που πιάνεις στα χέρια σου το βιβλίο, περιμένεις πώς και πώς να ρουφήξεις τα νοήματα και τις σελίδες του.
Οι εκδόσεις Κίχλη με φέρνουν σε επαφή με δημιουργούς που γνωρίζω για πρώτη φορά: την προηγούμενη φορά ήταν η ποιητική συλλογή του “Σε βρίσκει η ποίηση” του Τίτου Πατρίκιου και τώρα ο Γκυ Ντε Μωπασάν.
Ο τίτλος του βιβλίου σε παραπέμπει ίσως σε ένα θέμα χιουμοριστικό, όμως πρόκειται για μια πικρή ιστορία που μέσα στις σελίδες του ο συγγραφέας κάνει μια τομή στην κοινωνία της Γαλλίας του 1870.
Στο πρώτο μέρος περιγράφει τις σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στο στρατό κατοχής (Πρώσους-Γερμανούς) με τον ηττημένο πληθυσμό μιας πόλης της Γαλλίας (Ρουέν).
Στο δεύτερο μέρος ο Γκυ Ντε Μωπασάν περιγράφει τη σύγκρουση της ανώτερης τάξης με τις χαμηλότερες περιγράφοντας την υποκρισία, κόντρα στην αληθινή ηθική και τις πραγματικές αξίες, που υποβόσκει κάτω από την αλαζονεία της ανώτερης τάξης.
Δέκα άνθρωποι, 6 ευυπόληπτοι, εύποροι πολίτες της Ρουέν, 2 καλόγριες, 1 αντάρτης-δημοκράτης και μία χοντρούλα νεαρή πόρνη, στριμώχνονται σε μια άμαξα, με στόχο να φύγουν από την κατακτημένη Ρουέν και να βρουν καταφύγιο στη Διέπη.
Κανείς δεν μιλά στην πόρνη, την οποία έχουν απομονώσει οι συνεπιβάτες της με ένα πέπλο πάγου και αδιαφορίας. Όμως, το ταξίδι έχει πολλές ανατροπές. Το προγραμματισμένο να κρατήσει δύο ώρες καθυστερεί 14, λόγω κακών καιρικών συνθηκών. Όλοι πεινούν και κανείς δεν έχει σκεφτεί για προμήθειες τροφίμων.
Και… να! Η Χοντρομπαλού (κανείς συνεπιβάτης δεν γνωρίζει ούτε καν αναφέρει το πραγματικό της όνομα) ξεσκεπάζει ένα καλάθι γεμάτο καλούδια. Αυτοί που δεν της απηύθυναν το λόγο, τώρα όχι μόνο καταδέχονται να φάνε από το καλάθι της, αλλά αναγκάζονται να της πιάσουν και κουβέντα. Η πείνα και το φαγητό ενώνουν τις τάξεις.
Η δεύτερη ανατροπή έρχεται στο πανδοχείο που φθάνουν για την πρώτη τους στάση. Η πόλη εκεί, ήδη βρίσκεται κάτω από το ζυγό των Πρώσων. Ο Πρώσος αξιωματικός, αφού ελέγξει τα χαρτιά των ταξιδιωτών, τους κρατάει με το ζόρι στο πανδοχείο. Την τρίτη ημέρα της καθήλωσής τους στο χωριό Τοτ, οι συνταξιδιώτες αντιλαμβάνονται ότι ο Πρώσος τους κρατάει από πίκα, γιατί η νεαρή πόρνη αρνείται να κοιμηθεί μαζί του.
Σοκαρισμένοι από το θράσος της πατριώτισσας πόρνης να θέλει να διαθέσει το σώμα της όπου εκείνη νομίζει και, προκειμένου να φύγουν, αρχίζουν να οργανώνουν μια σειρά από μηχανορραφίες που ξεκινούν από το ταπεινό κίνητρο να δώσουν την πόρνη στον εχθρό για να σωθούν οι ίδιοι.
Πραγματικά, ο συγγραφέας σε ταξιδεύει στα κατάβαθα της συμφεροντολογικής ψυχής προκαλώντας και σε σένα την οργή και τον πόνο του αδύνατου, που, αφού λειτούργησε με ευγενικά κίνητρα προσφέροντας το φαγητό της, δεν της αναγνωρίζουν το δικαίωμα να διαθέσει τον εαυτό της όπως νομίζει.
Κι όταν, τελικά, υποχωρεί και το κάνει, πάλι με κίνητρο την αυτοθυσία, εκείνοι που την έσπρωξαν να το κάνει, πανηγυρίζουν καλά-καλά και, στη συνέχεια, την περιφρονούν σαν μίασμα. Δεν φτάνει που την άφησαν να ταπεινωθεί προκειμένου να συνεχίζουν το ταξίδι τους, έβγαλαν να φάνε και τις προμήθειες από εκλεκτά τοπικά προϊόντα που πήραν στην άμαξα μαζί τους, αφήνοντας το κορίτσι που θυσιάστηκε, νηστικό και οργισμένο.
Το πάθημα της καλοσύνης έγινε μάθημα. Ο άπληστος άνθρωπος τα θέλει όλα δικά του. Το κορίτσι, συνεχίζει το ταξίδι κλαίγοντας με μαύρο δάκρυ για την αδικία και την αγνωμοσύνη.
Εδώ, θέλω να στείλω ένα μήνυμα σε εκδότες και αναγνώστες που δεν εκτιμούν τα διηγήματα (εν προκειμένω νουβέλα – μεγαλύτερο διήγημα): το είδος του διηγήματος είναι κορυφαίο και χρήσιμο – ειδικά στις μέρες μας που ο κόσμος δεν έχει το χρόνο να συγκεντρωθεί σε 300 ή 400 σελίδες ενός μυθιστορήματος. Φτάνει, φυσικά, ο συγγραφέας να έχει μια ιστορία να πει και να μπορεί να φτάσει το μαχαίρι στο κόκκαλο μέσα από τις παραγράφους του.
Αν, λοιπόν, δεν έχεις χρόνο διάβασε αυτό το πονεμένο και ανθρώπινο αριστούργημα του Γκυ Ντε Μωπασάν.