«Τα πολεμικά μου τραγούδια δεν είναι κοινά, καθημερινά τραγούδια. Είναι κραυγές λευτεριάς, σπίθες υπερηφάνειας. Δεν τραγουδάω εγώ σ’ αυτά, τραγουδάει η ψυχή της Πατρίδας, η ψυχή της ράτσας, η ψυχή του αδούλωτου λαού μας. Είναι τραγούδια που η δόξα τούς έχει βάλει μουσική σε στίχους, που τους έχει γράψει η λεβεντιά η Ελληνική. Με τα τραγούδια μου αυτά, θαρρώ πως αφήνω στις καινούργιες γενιές μια κληρονομιά Ελληνικού θάρρους, Ελληνικής λεβεντιάς και Ελληνικής …αποκοτιάς. Σ’ εκείνο τον πόλεμο όλοι έδωσαν τη ζωή τους. Τα πόδια τους, τα μάτια τους, τα χέρια τους, την υγειά τους. Εγώ τι έδωσα; Τη φωνή μου, που καλή ή κακή, την έχω ακόμα ακέραιη και ζωντανή. Δεν μου χρωστάει λοιπόν τίποτα ούτε το ελαφρό τραγούδι, ούτε η Ελλάδα. Εγώ τους χρωστάω τα πάντα, γιατί αυτά με κάνανε Βέμπο».
Ως «Τραγουδίστρια της Νίκης» είναι γνωστή μία από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες που γέννησε η Ελλάδα, η Σοφία Βέμπο. Στη μνήμη μας θα μείνει πάντα ως η συγκινητική ερμηνεύτρια εθνικών ασμάτων κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940.
Γεννήθηκε στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης στις 10 Φεβρουαρίου του 1910, ως Έφη Μπέμπο. Αν και το 1912 εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη με την οικογένειά της, μετά την υπογραφή της ελληνοτουρκικής συμφωνίας ανταλλαγής πληθυσμών, άφησε πίσω της την Πόλη, δύο χρόνια μετά, για να εγκατασταθεί μόνιμα στο Βόλο. Τελειώνοντας το σχολείο, εργάστηκε ως ταμίας για να βοηθήσει οικονομικά τη φτωχή της φαμίλια. Παράλληλα, ξεκίνησε τις πρώτες της επαφές με τη μουσική, αγοράζοντας μια κιθάρα.
Η πρώτη δημόσια εμφάνιση της Σοφίας Βέμπο ήταν μέσα στο καράβι προς Θεσσαλονίκη, το Σεπτέμβριο του 1933, που ταξίδευε για να βρει το φοιτητή αδερφό της Τζώρτζη. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, τραγούδαγε και έπαιζε κιθάρα, προσελκύοντας κόσμο, χειροκροτήματα και ενθουσιασμό. Το πρώτο της κοινό την αγάπησε απευθείας! Ένας από τους ενθουσιασμένος επιβάτες, ήταν και ο Κωνσταντίνος Τσίμπας, καλλιτεχνικός διευθυντής, που της πρότεινε να δουλέψει στο μεγάλο κοσμικό κέντρο της Θεσσαλονίκης, ΑΣΤΟΡΙΑ.
Έτσι ξεκίνησε την καριέρα της στη μουσική και το 1938 μπήκε στα χωράφια του κινηματογράφου, παίζοντας στην ταινία «Προσφυγοπούλα». Το πραγματικό ξέσπασμα όμως έγινε με την κήρυξη του πολέμου, στις 28 Οκτωβρίου 1940, όπου οι επιθεωρήσεις υπηρετούσαν την πολεμική επικαιρότητα. «Βάζει ο Ντούτσε την στολή του», «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά», «Κορόιδο Μουσολίνι» κ.α.. Η φωνή της κυριολεκτικά εξευτελίζει τον τρανό εχθρό Μουσολίνι. Ο φοβερός Ντούτσε της φασιστικής Ιταλίας, με τις οκτώ εκατομμύρια λόγχες, γίνεται με το τραγούδι της Βέμπο ένα αντικείμενο κοροϊδίας στα μάτια των περήφανων Ελλήνων.
Η Βέμπο τότε τραγουδά σατιρικά και πολεμικά τραγούδια και με βοηθό την ανατριχιαστική χροιά της, γίνεται η εθνική φωνή που εμψυχώνει τους Έλληνες στρατιώτες στο μέτωπο του πολέμου. Τα τραγούδια γραμμοφωνούνται αμέσως και ακούγονται σε κάθε άκρη της χώρας, ειδικά στις στρατιωτικές μονάδες. Οι ραδιοφωνικοί σταθμοί τα μεταδίδουν συνεχώς και οι Έλληνες μάχονται με το τραγούδι στο στόμα. Ο Ελληνισμός συγκινείται ακόμα περισσότερο με την προσφορά της 2000 χρυσών λιρών στο Ελληνικό Ναυτικό. Η δική της συμβουλή στον πόλεμο γίνεται με τη στιβαρή εμψύχωση του πονεμένου ελληνισμού, δίνοντας κουράγιο, ελπίδα και ορμή τραγουδώντας.
Με την είσοδο των ναζιστικών στρατευμάτων στην Αθήνα, η γερμανική κατοχή απαγορεύει στη Βέμπο να τραγουδάει κι έτσι φυγαδεύεται στη Μέση Ανατολή, για να συνεχίσει να ενθαρρύνει τα ελληνικά και τα συμμαχικά στρατεύματα με τα τραγούδια της. Μετά την απελευθέρωση, το 1949, η Σοφία Βέμπο απέκτησε το δικό της θέατρο στο Μεταξουργείο, το «Θέατρον Βέμπο», στο οποίο ανέβαζε επιθεωρήσεις με σάτιρα από μεγάλους κωμικούς της εποχής. Στο τραγούδι, εγκαινίασε το είδος του «αρχοντορεμπέτικου. Τη νύχτα του Πολυτεχνείου, η Σοφία Βέμπο, κρύβει μέσα στο σπίτι της κυνηγημένους φοιτητές.
Η Σοφία Βέμπο πέθανε στις 11 Μαρτίου του 1978 από εγκεφαλικό επεισόδιο και αποθεώθηκε σαν ηρωίδα του έθνους στην κηδεία της. Η φωνή της αντηχεί ακόμα στις εθνικές επετείους.
Φωτό από: ellinonfos.gr