Σκηνοθέτης: Sacha Gervasi
Πρωταγωνιστούν: Anthony Hopkins, Helen Mirren, Scarlett Johansson
Η τελευταία παραγωγή του σεναριογράφου του «The Terminal», Σάσα Τζερβάζι, συγκαταλέγεται στη λίστα μου με τις πιο προσωπικές κινηματογραφικές δημιουργίες, όχι επειδή είναι βιογραφική, αλλά επειδή ξεσκεπάζει πικάντικες πτυχές μιας προσωπικότητας που θα ήθελα τόσο να γνωρίσω από κοντά.
Η πλοκή κινείται γύρω από την περίοδο παραγωγής του έργου «Ψυχώ». Παρακολουθούμε ολόκληρη τη συλλογικιστική πορεία του σκηνοθέτη, από τον πρώτο προβληματισμό μέχρι την τελική του απόφαση, να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το ομώνυμο βιβλίο του Τζόζεφ Στεφάνο, που βασίζεται στα ειδεχθή εγκλήματα του Εντ Γκέιν. Γινόμαστε αυτόπτεις μάρτυρες όλης της διαδικασίας της παραγωγής της περίφημης ταινίας «Ψυχώ», μέχρι και τη νύχτα πρεμιέρας της.
Καταρχήν, θα είναι καλό να ξέρετε πως δεν πρόκειται για ένα έργο ανάλογο του μεγαλείου που συνεπάγεται το όνομα «Άλφρεντ Χίτσκοκ». Προσωπικά, όταν βρέθηκα στο σινεμά για την προβολή του, είχα μέτριες προσδοκίες. Μου φάνηκε εξαιρετικά δύσκολο να καταφέρει κάποιος να αποδώσει σκηνοθετικά το βεληνεκές μιας τέτοιας περσόνας, ιδίως μέσα σε 98 λεπτά. Η πρόβλεψή μου επαληθεύτηκε –όμως, ξαφνιάστηκα ευχάριστα με δύο πράγματα: το ένα είναι η γνωριμία με νόστιμα χαρακτηριστικά του ανθρώπου Χίτσκοκ και το άλλο είναι η μετάθεση του κέντρου βάρους από τον ίδιο στη γυναίκα του.
Σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας, παρουσιάζεται η εικόνα ενός επίμονου, απαιτητικού και ταλαντούχου ανθρώπου, που αρέσκεται να παραμονεύει σε σκοτεινές γωνιές, να παρακολουθεί τις κινήσεις των άλλων, να ερευνά και να πορίζει. Ο Άντονι Χόπκινς υποδύεται ένα χαρακτήρα που θέτει στόχους κορυφής, που φαντάζει άτρωτος και αυτοδύναμος, που όμως τη νύχτα ξυπνά από ανήσυχους εφιάλτες και ψάχνει την επιβεβαίωση και τον καθησυχασμό από τη γυναίκα του. Σχεδόν εθίζεται από τη συντροφιά των ποτών και των μεζέδων, ερεθίζεται εγκεφαλικά με το να προκαλεί το κοινό του και να πηγαίνει κόντρα σε αναμενόμενες προσδοκιές προς τις σκηνοθετικές του επιδόσεις. Με τις εντυπωσιακές του πρωταγωνίστριες φροντίζει να μένει κρυφά «δεμένος» σαν ρομαντικός πιτσιρικάς, εν τέλει όμως δείχνει πως πρωταγωνίστρια της καρδιά του παραμένει φανατικά η γυναίκα του.
Μιλάει αργά, με προσοχή στην επιλογή των λέξεων και φαίνεται να σκέφτεται πολύ. Όπως και όλοι οι άνθρωποι, έτσι και αυτός έχει τις αδυναμίες, τους φόβους και τις ανασφάλειές του, που φροντίζει να κρύβει καλά πίσω από την επιβλητική του φιγούρα. Το εντυπωσιακότερο όμως στοιχείο του, είναι ότι δίνει στη σύζυγό του το βήμα να προηγηθεί, εμπιστευόμενός της τη δουλειά του – το να δίνει ένας «αρχηγός» τα ηνία σε μια γυναίκα, δεν είναι και το ευκολότερο πράγμα στον κόσμο – βλέπε στοιχεία του εγωισμού, του ανταγωνισμού και της υπεροψίας, που οδηγούν πολλές μεγάλες προσωπικότητες στο να υποβιβάζουν και να κρύβουν τη γυναίκα που έχουν στην ουσία πίσω τους. Ο Άλφρεντ όχι μόνο αποδεικνύει ότι την έχει δίπλα του, αλλά τη θέτει και μπροστά του.
Η Άλμα Ρεβίλ από την άλλη, είναι αντάξια τη θέσης της. Είναι μια γυναίκα με δυναμισμό, με αυτοκυριαρχία, κοκέτα, ιδανική σύζυγος και νοικοκυρά, με φωτισμένο μυαλό και εντυπωσιακές ικανότητες – είναι η κάτοχος των μυστικών επιτυχίας. Τα τελευταία χρόνια γνωρίζει μια παραμέληση από τον ξελογιασμένο εκ της φήμης και των όσων συνεπάγεται αυτή, σύζυγό της. Δείχνει όμως κατανόηση και ζηλευτή ωριμότητα στο χειρισμό καταστάσεων που απαιτούν τσαγανό και τακτική. Φαίνεται πως είναι μια γυναίκα που τα έχει όλα – εκτός από αυτό που θα την κάνει ευτυχισμένη – την προσοχή του μεγάλου Άλφρεντ Χίτσκοκ. Πέραν αυτού, η απόστασή της από επαγγελματικά πόστα που κατείχε στο παρελθόν και διέπρεπε, την κάνουν ακόμα πιο ευερέθιστη. Μέχρι που έρχεται η στιγμή της δικαίωσης: Αναλαμβάνει να μετατρέψει τη μεγαλύτερη αποτυχία του Χίτσκοκ –Ψυχώ- στην πιο πολυσυζητημένη ταινία της εποχής. Και όχι μόνο τα καταφέρνει, αλλά παραδίδει μαθήματα ηγεσίας, υποδειγματικής διαχείρισης μιας φήμης μεγατόνων, απογειώνει μια αδιάφορη παραγωγή, σε ένα έργο που κόβει την ανάσα. Στο τέλος, κερδίζει το κοινό, τη λάμψη, αλλά και την αφοπλιστική κολακία του μέτρ του σασπένς.
Οι υπόλοιποι ρόλοι στο έργο είναι καθαρά συμπληρωματικοί, καθώς η μεγάλη έμφαση δίνεται στο ζευγάρι. Η γλυκιά Σκάρλετ Γιοχάνσον υποδύεται την Τζάνετ χωρίς δυσκολία, αφού το μόνο που έχει να κάνει είναι να κατακτά το φακό με την ομορφιά της. Η επιλογή των Τζέημς Ντ’ Άρκι ως Άντονι Πέρκινς και Μάικλ Γουίνκοτ ως Εντ Γκέιν είναι πραγματικά εύστοχη, λόγω της εκπληκτικής ομοιότητας των ηθοποιών με τους ρόλους που υποδύονται.
Συνολικά η ταινία είναι μια μικρή, ζουμερή ιστορία που παρακολουθούμε μέσα από την κλειδαρότρυπα. Η ολοκληρωμένη σε λιγότερο από 40 μέρες κινηματογραφική παραγωγή με τον τίτλο «Χίτσκοκ» ξεχωρίζει για το σαρκασμό και την ειλικρίνια στο σκριπ και την ατμοσφαιρική φωτογραφία στην αισθητική της. Αγαπημένη σκηνή, εκείνη που διαδραματίζεται τη νύχτα της πρεμιέρας, με τον Άλφρεντ πίσω από τις κουρτίνες, να αδημονεί για τις τρομαγμένες κραυγές κατά τη σκηνή του ντους – και όταν τελικά αυτές ηχούν στα αφτιά του, σαν παθιασμένος μαέστρος όπερας, κουνάει όλο του το σώμα και την ψυχή στα μελωδικά τέμπο των ουρλιαχτών – επιτυχία!
Επιστρέψτε μου κλείνοντας, μια υποσημείωση με αστερίσκο στο έργο: αν δεν είναι αυτή μια ταινία για τη γυναίκα του, Άλμα, τότε είναι σίγουρα μια ταινία για το ρομαντικά ανήσυχο πιτσιρικά, Άλφρεντ.