ΕΜΠΝΕΥΣΗ, ΑΥΤΟΒΕΛΤΙΩΣΗ

Όταν η ελληνική ποίηση εξυμνεί την Άνοιξη.

Post by: 17/04/2019 0 comments

Ολάνθιστη πλάση, μυρωδιές και εικόνες που απογειώνουν τις αισθήσεις- η εποχή της Άνοιξης είναι μια θεαματική και συγκινητική γιορτή. Έλληνες Ποιητές και Ποιήτριες γράφουν για αυτή, μέσα από το δικό τους λυρικό λυγμό.

 

1. Οδυσσέας Ελύτης: Το άξιον εστί – Μέρος Β’: Τα πάθη

Ένα το χελιδόνι
κι η Άνοιξη ακριβή
Για να γυρίσει ο ήλιος
θέλει δουλειά πολλή
Θέλει νεκροί χιλιάδες
να ’ναι στους Τροχούς
Θέλει κι οι ζωντανοί
να δίνουν το αίμα τους

Θε μου Πρωτομάστορα
μ’ έχτισες μέσα στα βουνά
Θε μου Πρωτομάστορα
μ’ έκλεισες μες στη θάλασσα!

Πάρθηκεν από Μάγους
το σώμα του Μαγιού
Το ’χουνε θάψει
σ’ ένα μνήμα του πέλαγου
Σ’ ένα βαθύ πηγάδι
το ’χουνε κλειστό
Μύρισε το σκοτάδι
κι όλη η Άβυσσο.

Θε μου Πρωτομάστορα
μέσα στις πασχαλιές και Συ
Θε μου Πρωτομάστορα
μύρισες την Ανάσταση!

 

2. Κώστας Καρυωτάκης: Άνοιξη

Έφτασ’ η ώρια Άνοιξη -το λεν τα χελιδόνια-

κι ο σκυθρωπός Χειμώνας εκίνησε να φύγει·

του στέλνει κείνη λούλουδα, αυτός της ρίχνει χιόνια,

και με τ’ αθώο γέλιο της τα δάκρυά του σμίγει.

Στο γαλανό παλάτι του ο Φοίβος τριγυρίζει και,

χύνοντας, αφόβιστα ολόχρυσες αχτίδες,

σ’ ό,τι στο δρόμο του βρεθεί το χρώμα του χαρίζει

κι αφήνει πίσω του χαρά και άσβεστες ελπίδες.

Τα δέντρα πρασινίσανε και γιόμισαν λουλούδια·

του πιστικού ακούγεται η γέρικη φλογέρα να

σιγολέει άφταστα κάθε πρωί τραγούδια,

και τα πουλιά να κελαηδούν τον ύμνο τους στη μέρα.

Παντού ξεχύνετ’ η χαρά. Μόνον εσύ, μικρή μου,

βλέπεις τις τόσες ομορφιές με μάτια δακρυσμένα.

Έλα να βρεις παρηγοριά στ’ ολόθερμο φιλί μου!

Επρόβαλε η Άνοιξη! Ξέχνα τα περασμένα!

 

3. Τάσος Λειβαδίτης: Καντάτα – αυτός με την Παλόμα (απόσπασμα)

Πες μου, α, πες μου, λοιπόν, πού πήγε όλη εκείνη η άνοιξη, τα χωρατά των σπουργιτιών, σγουρά γέλια των θάμνων, οι παπαρούνες σα γλυκά κόκκινα στόματα, ρυάκια μου ασυλλόγιστα, πού πάτε; Σαν ένας γρύλλος που ξεχάστηκε στη μέρα το ξύλινο μαγγανοπήγαδο μακριά, πλάι στο πηγάδι ο παππούς παίζοντας την κιθάρα του, «μακριά, σα θα φύγω, μάνα, στην ξενιτιά», ένα κλωνί βασιλικός μες στα χοντρά ρουθούνια του να ευωδιάζουν τα πλεμόνια του απ’ τις στερνές ομορφιές της γης, πουλιά πετούσαν στα κλαδιά, σα να πηγαίνανε χαρούμενα μηνύματα από κόσμο σε κόσμο. Απρόοπτα, ξαφνιασμένα πρωινά και μεγάλα, μακρόσυρτα σούρουπα με τ’ άστρα να τρέμουν μακριά σαν ανοιξιάτικα μουσκεμένα βλέφαρα, έκθαμβες ώρες, βαρειές απ’ όλο το γιγάντιο Αόριστο που έφτανε ως τον πόνο. Αίσθηση αβέβαιη όλων των μυστικών της ζωής που διαπερνούσαν σα ρίγη, πέρα, κει κάτου, κει κάτου, μακριά, τους βραδυνούς ορίζοντες.

 

4. Κική Δημουλά: Ασυμβίβαστα

Όλα τα ποιήματά μου για την άνοιξη ατέλειωτα μένουν. Φταίει που πάντα βιάζεται η άνοιξη, φταίει που πάντα αργεί η διάθεσή μου. Γι’ αυτό αναγκάζομαι κάθε σχεδόν ποίημά μου για την άνοιξη με μια εποχή φθινοπώρου ν’ αποτελειώνω.

 

5. Μίλτος Σαχτούρης: Αστεροσκοπείο

Διαρρήκτες του ήλιου

δεν είδαν ποτέ τους πράσινο κλωνάρι

δεν άγγιξαν φλογισμένο στόμα

δεν ξέρουν τι χρώμα έχει ο ουρανὸς.

 

Σε σκοτεινά δωμάτια κλεισμένοι

δεν ξέρουν αν θα πεθάνουν

παραμονεύουν

με μαύρες μάσκες και βαριὰ τηλεσκόπια

με τ᾿ άστρα στην τσέπη τους βρωμισμένα με ψίχουλα

με τις πέτρες των  δειλών στα χέρια

παραμονεύουν σ᾿ άλλους πλανήτες το φως

 

Να πεθάνουν

 

Να κριθεί κάθε Άνοιξη απὸ τη χαρά της

απὸ το χρώμα του το κάθε λουλούδι

απὸ το χάδι του το κάθε χέρι

απ᾿ τ᾿ ανατρίχιασμά του το κάθε φιλὶ.

 

6. Κώστας Μαυρουδής: Άνοιξη

«Είσαι εφήμερο μέχρι ανυπαρξίας», δήλωσε αιχμηρά εν έτει χίλιαεννιακόσιαπενήνταεννιά το Δαιμόνιο του Μέλλοντος (η Εποπτεία του Προσεχούς) στο άσημο εργαστήριο του τσαγκάρη μας. Δεν καταλάβαιναν τίποτε από τη δήλωσή του Τα ανύποπτα σύνεργα (οι κατσαμπρόκοι, τα σουβλιά κι οι επιτήδειες τανάλιες) που είχαν κατακλύσει το κοντό τραπέζι του. Το ίδιο και οι κόλλες, οι κερωμένοι σπάγκοι, τα καρφιά. «Ξέρετε, σύνεργα συμπαθή, με τις λαβές σας λειασμένες απ’ τη χρήση, πως είστε αντικείμενα συλλεκτικά;» είπε η Εποπτεία του Προσεχούς. «Θα σας παρατηρούν στις γυάλινες προθήκες των παλαιοπωλείων, ακίνητα, με πειθαρχία που δεν φανταστήκατε ποτέ. Έτσι περίπου θα είναι και οι αναδρομές για σας, αειθαλείς και φλύαροι αργόσχολοι (οικείοι στις χαρωπές οσμές των βερνικιών και των δερμάτων), συγκεντρωμένοι σε ομιλητική ομήγυρη δίπλα στο φίλο σας, αυτό το βροχερό απόγευμα με τις ομπρέλες και τον απρόοπτα γκρίζο ουρανό. Άνοιξη πάλι ντύνονται πράσινο οι παρυφές της πόλης, οι λόφοι και οι ήπιες πλαγιές. Νέοι βλαστοί επαναλαμβάνονται, διαβάζει απ’ το ίδιο κείμενο η φύση. Πόσο επιφυλάσσονται, όμως, όλοι, χίλιαεννιακόσιαπενήνταεννιά, πόσο θα προτιμούσαν μια στέρεα ύλη, μιαν άπειρη αφήγηση (ένα βιβλίο που να μην τελειώνει πουθενά), να αφοσιωθούν αμέριμνοι, σαν τον αμνό στα φίλια λιβάδια. Φιλάργυρα υπολογίζουν το βραχύ σου βίο, σε διαιρούν σε αμήχανα μερίδια και σε μετρούν, ενώ τους απευθύνεσαι με στερεότυπα (έντομα, ανθοφορία, χλιαρά μεσημέρια). Σαν τίποτε να μη συμβαίνει χίλιαεννιακόσιαπενήνταεννιά, κολακεύεις πάλι με φύλλα τα κλαδιά και εξαγγέλλεις μεγαλόστομα την άνοιξη: τη γιγαντοαφίσα αυτή της χλωροφύλλης, την πομπώδη διαφήμιση του μέλλοντος»

 

7. Γιάννης Ρίτσος: Άνοιξη

Απόψε κοιμηθήκαμε στην αγκαλιά της άνοιξης

ακουμπώντας το κεφάλι στην καρδιά της.

Ακούγαμε στον ύπνο μας τις ανάσες των πουλιών και την  καρδιά μας.

Το πρωί που ξυπνήσαμε, είδαμε τον ουρανό να περπατάει στην

κάμαρά μας σα γαλανό πουλί με χρυσά μάτια που τσίμπαγε

τα ψίχουλα των σκιών που ‘χαν μείνει από χθες βράδυ στο πάτωμα.

Μια στιγμή να νιφτούμε και φτάσαμε. […]

Σήμερα μια μικρή κοπέλα, με θαλασσιά κορδέλα στα μαλλιά,

στάθηκε στην κορφή της λεύκας και κελαδάει.

Απ’ το τραγούδι της πετούν μικρά πουλιά που γεμίζουν

τις αυλές και τις στέγες.

Τα πουλιά κάθονται στους ώμους των παιδιών.

Οι άνθρωποι μπλέκονται στα δίχτυα των αχτίνων και τρεκλίζουν

σαν πρωτόβγαλτα πουλιά.

Τα τριαντάφυλλα τρελάθηκαν και κάνουν τούμπες μέσα στο νερό.

Θε μου, το μεθυσμένο φως θα σπάσει τα τζάμια, θα πλημμυρίσει

τις κάμαρες και δε θ’ αφήσει μήτε έναν ίσκιο για να σκεπάσει

η μάνα τα μάτια της.

Τότε θα τινάξει στον αέρα το μαντήλι της και θα χορέψει κείνο το

νησιώτικο χορό που χόρευε στα νιάτα της μαζί με τον πατέρα

– ένα χορό που μυρίζει θάλασσα και βάρκες φορτωμένες πορτοκάλια.

Ο πατέρας θα κάνει πως ξέχασε το χορό και θα χαμογελάει

καθώς θα κρούει τη φτέρνα στον αέρα.

Κ’ εμείς ξοπίσω τους, παιδιά, πουλιά, λουλούδια και λιθάρια,

θα χορεύουμε στ’ αλώνι του ήλιου τραγουδώντας τις μέρες που

δε χάχουνται μες στο τραγούδι, όταν οι μεγάλοι χορεύουν

μαζί με τα παιδιά τους τον ίδιο χορό της κάθε άνοιξης.

 

8. Κική Δημουλά: Μεσιτείες

“Με γυροφέρνει η άνοιξη

αλλά εγώ άλλη φορά/ πορεία δεν αλλάζω για ένα έαρ.

Ας μοιάζει μ’ οτιδήποτε το σούρουπο.

Δεν θα ποτίζω με το αίμα μου ομοιότητες.

Τα όνειρα που είδα/ αποδειχτήκαν ανυπόληπτα:

πήγαν και μ’ άλλους ύπνους.

Όχι δεν παίρνω άλλο διαταγές.

Όταν μου λέγανε τα σύννεφα ταξίδευε/ ταξίδευα

κι όταν μου λέγανε τα όνειρα περίμενε/ περίμενα.

Όχι, δεν παίρνω άλλες διαταγές.

Τα δούλεψα πιστά τα διαλυτά.

Με γυροφέρνει από χθες η άνοιξη.

Μια νεραντζιά με κοίταξε/ με διάθεση υπόπικρη,

και μου ‘κλεισε το δρόμο/ μια μυρωδιά επιστροφής.

Με παζαρεύει η τοκογλύφος μνήμη:

για να μου δώσει έναν Μάιο παλιό

μαζί και με τις νεραντζιές,

για να μου δώσει κυρίως τη μορφή,

που  στη μεταφορά της

από σταθμό της λύπης σε σταθμό

χτυπήθηκε στα μάτια και στο στόμα

-γι αυτά πληρώνεις-,/ μου παίρνει ένα μέλλον.”

 

9. Μανόλης Αναγνωστάκης: Όταν μιαν άνοιξη

Όταν μιαν άνοιξη χαμογελάσει

θα ντυθείς μια καινούργια φορεσιά

και θα ‘ρθεις να σφίξεις τα χέρια μου

παλιέ μου φίλε

 

Κι ίσως κανείς δε σε προσμένει να γυρίσεις

μα εγώ νιώθω τους χτύπους της καρδιάς σου

κι ένα άνθος φυτρωμένο στην ώριμη,

πικραμένη σου μνήμη

 

Κάποιο τρένο, τη νύχτα, σφυρίζοντας,

ή ένα πλοίο, μακρινό κι απροσδόκητο

θα σε φέρει μαζί με τη νιότη μας

και τα όνειρά μας

 

Κι ίσως τίποτα, αλήθεια, δεν ξέχασες

μα ο γυρισμός πάντα αξίζει περισσότερο

από κάθε μου αγάπη κι αγάπη σου

παλιέ μου φίλε

 

10. Γ. Σεφέρης: Ἄνοιξη μ.Χ.

Πάλι μὲ τὴν ἄνοιξη
φόρεσε χρώματα ἀνοιχτὰ
καὶ μὲ περπάτημα ἀλαφρὺ
πάλι μὲ τὴν ἄνοιξη
πάλι τὸ καλοκαίρι
χαμογελοῦσε.

Μέσα στοὺς φρέσκους ροδαμούς
στῆθος γυμνὸ ὡς τὶς φλέβες
πέρα ἀπ᾿ τὴ νύχτα τὴ στεγνὴ
πέρα ἀπ᾿ τοὺς ἄσπρους γέροντες
ποὺ συζητοῦσαν σιγανὰ
τί θά ῾τανε καλύτερο
νὰ παραδώσουν τὰ κλειδιὰ
ἢ νὰ τραβήξουν τὸ σκοινὶ
νὰ κρεμαστοῦνε στὴ θηλιὰ
ν᾿ ἀφήσουν ἄδεια σώματα
κεῖ ποὺ οἱ ψυχὲς δὲν ἄντεχαν
ἐκεῖ ποὺ ὁ νοῦς δὲν πρόφταινε
καὶ λύγιζαν τὰ γόνατα.

Μὲ τοὺς καινούργιους ροδαμούς
οἱ γέροντες ἀστόχησαν
κι ὅλα τὰ παραδώσανε
ἀγγόνια καὶ δισέγγονα
καὶ τὰ χωράφια τὰ βαθιὰ
καὶ τὰ βουνὰ τὰ πράσινα
καὶ τὴν ἀγάπη καὶ τὸ βιός
τὴ σπλάχνιση καὶ τὴ σκεπὴ
καὶ ποταμοὺς καὶ θάλασσα
καὶ φύγαν σὰν ἀγάλματα
κι ἄφησαν πίσω τους σιγὴ
ποὺ δὲν τὴν ἔκοψε σπαθὶ
ποὺ δὲν τὴν πῆρε καλπασμός
μήτε ἡ φωνὴ τῶν ἄγουρων
κι ἦρθε ἡ μεγάλη μοναξιὰ
κι ἦρθε ἡ μεγάλη στέρηση
μαζὶ μ᾿ αὐτὴ τὴν ἄνοιξη
καὶ κάθισε κι ἀπλώθηκε
ὡσὰν τὴν πάχνη τῆς αὐγῆς
καὶ πιάστη ἀπ᾿ τ᾿ ἀψηλὰ κλαδιὰ
μέσ᾿ ἀπ᾿ τὰ δέντρα γλίστρησε
καὶ τὴν ψυχή μας τύλιξε.

Μὰ ἐκείνη χαμογέλασε
φορώντας χρώματα ἀνοιχτὰ
σὰν ἀνθισμένη ἀμυγδαλιὰ
μέσα σε φλόγες κίτρινες
καὶ περπατοῦσε ἀνάλαφρα
ἀνοίγοντας παράθυρα
στὸν οὐρανὸ ποὺ χαίρονταν
χωρὶς ἐμᾶς τοὺς ἄμοιρους.
Κι εἶδα τὸ στῆθος της γυμνὸ
τὴ μέση καὶ τὸ γόνατο
πῶς βγαίνει ἀπὸ τὴν παιδωμὴ
νὰ πάει στὰ ἐπουράνια
ὁ μάρτυρας ἀνέγγιχτος
ἀνέγγιχτος καὶ καθαρός,
ἔξω ἀπ᾿ τὰ ψιθυρίσματα
τοῦ λαοῦ τ᾿ ἀξεδιάλυτα
στὸν τσίρκο τὸν ἀπέραντο
ἔξω ἀπ᾿ τὸ μαῦρο μορφασμὸ
τὸν ἱδρωμένο τράχηλο
τοῦ δήμιου π᾿ ἀγανάχτησε
χτυπώντας ἀνωφέλευτα.

Ἔγινε λίμνη ἡ μοναξιὰ
ἔγινε λίμνη ἡ στέρηση
ἀνέγγιχτη κι ἀχάραχτη.

 

11. Οδυσσέας Ελύτης: Τα ετεροθαλή

Άνοιξη θρύψαλο μενεξεδί

Άνοιξη χνούδι περιστέρας

Άνοιξη σκόνη μυριόχρωμη

[…]

Άνοιξη πίκρισμα του σκίνου

Άνοιξη άζωτο της αμασχάλης

Άνοιξη σουσάμι αόρατο

[…]

Άνοιξη μυρμηγκιά της μέρας

Άνοιξη αίμα του βολβού

Άνοιξη οπλοπολυβόλο απύλωτο

Στων ωραίων γυναικών τα χέρια

Όπου τύχει

Ριπές θανάτου

Εκατομμύρια σπερματοζωάρια

Στων ωραίων γυναικών τα χέρια

Τα δυνατά λουλούδια με τον ήλιο μέσα τους

[…]

Άνοιξη τσίτι τσιτωμένο

Άνοιξη σφήκα του χεριού

Άνοιξη «μη» «θα μας δούνε τέρας»

[…]

Άνοιξη μούρο αδάγκωτο

Άνοιξη βιδωτό φιλί

Άνοιξη χάσμα της λιποθυμιάς

[…]

Άνοιξη 37 και 2

Άνοιξη Love Amour και Liebe

Άνοιξη no nein και non.

[…]

Άνοιξη δόντι λυσσαλέο

Άνοιξη φούξια του παροξυσμού

Άνοιξη αρτεσιανό ηφαίστειο

[…]

Άνοιξη σάλτο της ακρίδας

Άνοιξη μήτρα σκοτεινή

Άνοιξη πράξη ακατονόμαστη

[…]

Άνοιξη άνοιξη σαλπάροντας

Άνοιξη άνοιξη σημαιοστόλιστη

Άνοιξη «αντίο αντίο παιδιά!»

Πηγές: Andro.gr, cyprusalive.com, piotermilonas.blogspot.com

Φωτό από: Eskipaper.com

Η ιστοσελίδα έχει πληροφοριακό χαρακτήρα. Διαβάστε τους όρους χρήσης
Show Buttons
Hide Buttons