ΕΜΠΝΕΥΣΗ, ΑΥΤΟΒΕΛΤΙΩΣΗ

Η ξενιτιά μέσα από την ποίηση

Post by: 02/11/2018 0 comments

Στους μεγάλους ανθρώπινους πόνους, όταν το στόμα δεν μπορεί να περιγράψει, αναλαμβάνει η τέχνη. Η ποίηση, μέσα από την εκλέπτυνση και το λυρισμό που τη χαρακτηρίζουν, αναλαμβάνει το ρόλο της μνείας στην ξενιτιά. Και το αποτέλεσμα είναι συγκινητικό. Οκτώ ποιήματα από αγαπημένους Έλληνες ποιητές, αφιερωμένα στην ξενιτιά.

 

  1. Επιστροφή  / Νικηφόρος Βρετάκος

Με σπαραγμό κρατώντας τη βαριά καρδιά μου
βρήκα το πατρικό μου σπίτι να κοιτάζει,
μες απ’ τις φυλλωσιές, σαν άλλοτε, τη δύση.

Γοργά το τζάκι η μάνα μου τρέχει ν’ ανάψει.
Κ’ ενώ απ’ την πόρτα βλέπω τις γλυκές του λάμψεις,
με σπαραγμό κρατώντας τη βαριά καρδιά μου,
Δε μπαίνω μέσα.
Απέξω κάθομαι και κλαίω…

 

  1. Ο γυρισμός του ξενιτεμένου / Γιώργος Σεφέρης

-Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ήρθες
με εικόνες που έχεις αναθρέψει
κάτω από ξένους ουρανούς
μακριά απ’ τον τόπο το δικό σου.

– Γυρεύω τον παλιό μου κήπο·
τα δέντρα μού έρχουνται ώς τη μέση
κι οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια
κι όμως σαν ήμουνα παιδί
έπαιζα πάνω στο χορτάρι
κάτω από τους μεγάλους ίσκιους
κι έτρεχα πάνω σε πλαγιές
ώρα πολλή λαχανιασμένος.

– Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις·
θ’ ανηφορίσουμε μαζί
στα γνώριμά σου μονοπάτια
θα ξαποστάσουμε μαζί
κάτω απ’ το θόλο των πλατάνων
σιγά-σιγά θα ‘ρθούν κοντά σου
το περιβόλι κι οι πλαγιές σου.

– Γυρεύω το παλιό μου σπίτι
με τ’ αψηλά τα παραθύρια
σκοτεινιασμένα απ’ τον κισσό
γυρεύω την αρχαία κολόνα
που κοίταζε ο θαλασσινός.
Πώς θες να μπώ σ’ αυτή τη στάνη;
οι στέγες μού έρχουνται ώς τους ώμους
κι όσο μακριά και να κοιτάξω
βλέπω γονατιστούς ανθρώπους
λες κάνουνε την προσευχή τους.

– Παλιέ μου φίλε δε μ’ ακούς;
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
το σπίτι σου είναι αυτό που βλέπεις
κι αυτή την πόρτα θα χτυπήσουν
σε λίγο οι φίλοι κι οι δικοί σου
γλυκά να σε καλωσορίσουν.

– Γιατί είναι απόμακρη η φωνή σου;
σήκωσε λίγο το κεφάλι
να καταλάβω τί μου λες
όσο μιλάς τ’ ανάστημά σου
ολοένα πάει και λιγοστεύει
λες και βυθίζεσαι στο χώμα.

– Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
η νοσταλγία σού έχει πλάσει
μια χώρα ανύπαρχτη με νόμους
έξω απ’ τη γης κι απ’ τους ανθρώπους.

– Πια δεν ακούω τσιμουδιά
βούλιαξε κι ο στερνός μου φίλος
παράξενο πώς χαμηλώνουν
όλα τριγύρω κάθε τόσο
εδώ διαβαίνουν και θερίζουν
χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα.

 

  1. Θεσσαλονίκη, Μέρες τοῦ 1969 μ.Χ. / Μανόλης Αναγνωστάκης

Στὴν ὁδὸ Αἰγύπτου -πρώτη πάροδος δεξιά!
Τώρα ὑψώνεται τὸ μέγαρο τῆς Τράπεζας Συναλλαγῶν
Τουριστικὰ γραφεῖα καὶ πρακτορεῖα μεταναστεύσεως.
Καὶ τὰ παιδάκια δὲν μποροῦνε πιὰ νὰ παίξουνε ἀπὸ
τὰ τόσα τροχοφόρα ποὺ περνοῦνε.
Ἄλλωστε τὰ παιδιὰ μεγάλωσαν, ὁ καιρὸς ἐκεῖνος πέρασε ποὺ ξέρατε
Τώρα πιὰ δὲ γελοῦν, δὲν ψιθυρίζουν μυστικά, δὲν ἐμπιστεύονται,
Ὅσα ἐπιζήσαν, ἐννοεῖται, γιατὶ ᾔρθανε βαριὲς ἀρρώστιες ἀπὸ τότε
Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιῶτες,
Θυμοῦνται τὰ λόγια τοῦ πατέρα: ἐσὺ θὰ γνωρίσεις καλύτερες μέρες
Δὲν ἔχει σημασία τελικὰ ἂν δὲν τὶς γνώρισαν, λένε τὸ μάθημα
οἱ ἴδιοι στὰ παιδιά τους
Ἐλπίζοντας πάντοτε πὼς κάποτε θὰ σταματήσει ἡ ἁλυσίδα
Ἴσως στὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν τους ἣ στὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν
τῶν παιδιῶν τους.
Πρὸς τὸ παρόν, στὸν παλιὸ δρόμο ποὺ λέγαμε, ὑψώνεται
ἡ Τράπεζα Συναλλαγῶν
– ἐγὼ συναλλάσσομαι, ἐσὺ συναλλάσσεσαι, αὐτὸς συναλλάσσεται-
Τουριστικὰ γραφεῖα καὶ πρακτορεῖα μεταναστεύσεως
-ἐμεῖς μεταναστεύουμε, ἐσεῖς μεταναστεύετε, αὐτοὶ μεταναστεύουν-
Ὅπου καὶ νὰ ταξιδέψω ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει, ἔλεγε κι ὁ Ποιητὴς
Ἡ Ἑλλάδα μὲ τὰ ὡραῖα νησιά, τὰ ὡραῖα γραφεῖα,
τὶς ὡραῖες ἐκκλησιὲς
Ἡ Ἑλλὰς τῶν Ἑλλήνων.

 

  1. Ὁ Φιλόπατρις / Ανδρέας Κάλβος

Ὦ φιλτάτη πατρίς,
ὦ θαυμασία νῆσος,
Ζάκυνθε· σὺ μοῦ ἔδωκας
τὴν πνοήν, καὶ τοῦ Ἀπόλλωνος
τὰ χρυσὰ δῶρα!

Ποτὲ δὲν σὲ ἐλησμόνησα,
ποτέ· – Καὶ ἡ τύχη μ᾿ ἔρριψε
μακρὰ ἀπόσε· μὲ εἶδε
τὸ πέμπτον τοῦ αἰῶνος
εἰς ξένα ἔθνη.

Σύ, ὅταν τὰ οὐράνια
ρόδα μὲ᾿ τὸ ἀμαυρότατον
πέπλον σκεπάζῃ ἡ νύκτα,
σὺ εἶσαι τῶν ὀνείρων μου
ἡ χαρὰ μόνη.

Μοσχοβολάει τὸ κλίμα σου,
ὦ φιλτάτη πατρίς μου,
καὶ πλουτίζει τὸ πέλαγος
ἀπὸ τὴν μυρωδίαν
τῶν χρυσῶν κήτρων.

Ἂς μὴ μοῦ δώσῃ ἡ μοῖρα μου
εἰς ξένην γῆν τὸν τάφον·
εἶναι γλυκὺς ὁ θάνατος
μόνον ὅταν κοιμώμεθα
εἰς τὴν πατρίδα.

 

  1. Τα άγρια και τα ήμερα / Μιχάλης Γκανάς

Πέτρα που φέγγει μέσα μου τις νύχτες. Εδώ ξαπόστασαν γυναίκες φορτωμένες, εδώ ραμφίσαν τα πουλιά σιωπές όταν συννέφιαζε, δεν έβρεχε κι όλοι κρατούσαν την ανάσα τους. Χαμήλωνε το σύννεφο, ώσπου ακουμπούσε τις σκεπές, έγλειφε ως τα θέμελα τους τοίχους, λαλούσαν οι σφαγμένοι πετεινοί κι αρμένιζε το κάθε σπίτι μοναχό του, ενώ ακινητούσε το χωριό. Ξενιτεμένοι κουνούσαν τότε τα μαντίλια τους. Από πολύ μακριά. Μπορεί κι από τον άλλο κόσμο.

 

  1. Για ένα παιδί που κοιμάται / Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου)

Νύχτα. Η κίνηση αραιή στη λεωφόρο.
Μες στο κλειστό, το φωτισμένο εργοστάσιο,
Οι μηχανές, αποσταμένες μα άγρυπνες,
Επιβλέπουν σαν άκακοι γίγαντες
Τον ύπνο του μικρού. Στριμωγμένος
Κοντά στη σκάρα του ατμού,
Με του αδερφού του το παλτό σκεπασμένος
Ξεκουράζεται.
Όλη τη μέρα δουλεύει στα φανάρια
Σκουπίζει τζάμια βιαστικά με το κόκκινο.
Εισπράττει κέρματα ή την εύλογη αγανάκτηση.
Περιμένει το επόμενο φανάρι.
Τίμια κερδίζει έτσι το ψωμί
Και το μερίδιο του νυχτοφύλακα,
Που τον αφήνει να κοιμάται εκεί μέσα.

Τα χιονισμένα βουνά της πατρίδας του,
Τα χέρια της μάνας του που τύλιγαν γύρω του
Γυναίκειο μαντίλι για το κρύο,
Το δάσκαλο που πληρωνότανε με γάλα
Μόλις θυμάται.
Θυμάται κάτι ελληνικά από το στόμα του,
Που τώρα εδώ ακούγονται αλλιώτικα.
Όχι σαν βότσαλα γυαλιστερά μεγάλης θάλασσας,
Όχι σαν ποδοβολητό του αλόγου
Ενός ανίκητου στρατηλάτη,
Αλλά να, σαν τα κέρματα στην τσέπη,

Σαν το φτύσιμο στο βλέμμα του πελάτη.
Καμιά φορά πιο εγκάρδια
Σαν τούτο δω το βουητό της σκάρας,
Που όλο ανεβάζει το θερμό ατμό.

 

  1. Ο ξενιτεμένος / Χρήστος Χρηστοβασίλης

Αλί του, που ‘ν’ στην ξενιτιά και ξενοπαραδέρνει
Δεν έχει μάνα κι αδερφή κι εμπιστεμένο ταίρι
Να μαγειρεύουν του να τρώει, να πλένουν τα σκουτιά του
Να στρώνουνε το στρώμα του, να πέφτει να κοιμάται
Κι αν αρρωστήσει ο δύστυχος και πέσει στο κρεβάτι
Να κλαιν’ στο προσκεφάλι του, να χύνουν μαύρα δάκρυα.
Ξένες του μαγειρεύουνε, και πλένουν τα σκουτιά του.
Και στρώνουνε το στρώμα του και τα σκεπάσματά του.
Του μαγειρεύουν μια και δυο, του πλένουν τρεις και πέντε
Και στρώνουνε το στρώμα του και τα σκεπάσματά του,
Κι απέ του λένε με θυμό, του λεν’ με καταφρόνια.
Φέρε να μαγειρέψομε, πλέρωσε για το πλύμα,
Πλέρωσε για το στρώμα σου και τα σκεπάσματά σου.

 

  1. Τραγούδι τῆς ξενιτιᾶς  / Κώστας Κρυστάλλης

Ἀνάθεμά σε, ξενιτιά, μὲ τὰ φαρμάκια πὄχεις!..
Θὰ πάρω ἕναν ἀνήφορο νὰ βγῶ σὲ κορφοβούνι,
νὰ βρῶ κλαράκι φουντωτὸ καὶ ριζιμιὸ λιθάρι,
νὰ βρῶ καὶ μία κρυόβρυση, νὰ ξαπλωθῶ στὸν ἴσκιο,
νὰ πιῶ νερὸ νὰ δροσισθῶ νὰ πάρω λίγη ἀνάσα,
ν᾿ ἀρχίσω νὰ συλλογισθῶ τῆς ξενιτιᾶς τὰ πάθη,
νὰ εἰπῶ τὰ μαῦρα ντέρτια μου καὶ τὰ παράπονά μου.

Ἄνοιξε θλιβερὴ καρδιὰ καὶ πικραμένο ἀχείλι,
βγάλε κάνα χαμόγελο καὶ πὲς κάνα τραγούδι.

-Τραγούδια ἂν ἔχ᾿ ἡ μαύρη γῆ, κι ὁ τάφος χαμογέλια,
ἔχει καὶ τοῦ παιδιοῦ ἡ καρδιὰ ποὺ περπατεῖ τὰ ξένα.
Τὰ ξένα ἔχουν καημοὺς πολλοὺς καὶ καταφρόνια πλῆθος!
Στὰ ξένα δὲν ἀνθίζουνε τὴν Ἄνοιξη τὰ δέντρα,
καὶ δὲν λαλοῦνε τὰ πουλιά, ζεστὸς δὲ λάμπει ὁ ἥλιος,
δὲ φυλλουριάζουν τὰ βουνά, δὲν πρασινίζει ὁ κάμπος,
καὶ δὲ δροσίζει τὸ νερό, καὶ τὸ ψωμὶ πικραίνει!

Στὰ ξένα, ποιὸς θὰ σὲ χαρεῖ καὶ ποιὸς θὰ σὲ γελάσει;
Ποὖν᾿ τῆς μανούλας τὰ φιλιά, τὰ χάδια τοῦ πατέρα;
Ποὖναι τὰ γέλια τ᾿ ἀδερφοῦ κ᾿ ἡ συντροφιὰ τοῦ φίλου;
Ποὖν᾿ τῆς ἀγάπης οἱ ματιὲς καὶ τὰ γλυκὰ τὰ λόγια;

Ἂν ἀρρωστήσεις, ποιὸς θαρθεῖ στὴν ξενιτιὰ σιμά σου,
νὰ σὲ ρωτᾷ τὸν πόνο σου, τὰ γιατρικὰ νὰ δίνει;
στὸ ἔρμο σου προσκέφαλο νὰ ξενυχτάει μαζί σου;
Κι ἂν ἔρθει μέρ᾿’ ἀγλύκαντη στὰ ξένα νὰ πεθάνεις,
ποιὸς θὰ βρεθεῖ στὸ πλάι σου τὰ μάτια νὰ σοῦ κλείσει;
Ποιὸς θὰ σοῦ λούσει τὸ κορμί, ποιὸς θὰ σὲ σαβανώσει;
Στὸ λειψανό σου ποιὸς θἀρθεῖ λουλούδια νὰ σὲ ράνει;
Καὶ ποιὸς μὲ πόνο θὰ ριχτεῖ στὸ νεκροκρέββατό σου
γιὰ νὰ σὲ κλάψει; Ποιὸς θὰ εἰπεῖ γιὰ σένα μοιρολόγι;
Ἄχ! πῶς τοὺς θάφτουν, νἄξερες, καὶ πῶς τοὺς πᾶν᾿ τοὺς ξένους!..
Χωρὶς λιβάνι καὶ κηρί, χωρὶς παπὰ καὶ ψάλτη!

Ἀνάθεμά σε, ξενιτιά, μὲ τὰ φαρμάκια πὄχεις!..

Ποῦ νὰ τὸν πῶ τὸν πόνο μου, ποῦ νὰ τὸν ἀπορίξω;
Νὰ τὸν εἰπῶ στὰ τρίστρατα, τὸν παίρνουν οἱ διαβάτες,
νὰ τὸν ἀφήσω στὰ κλαριά, τὸν παίρνουν τ᾿ ἀγριοπούλια!..
Κι ἂν κλάψω, τὰ φαρμακερὰ τὰ δάκρια ποῦ νὰ πέσουν;
Ἂν πέσουνε στὴ μαύρη γῆ, χορτάρι δὲν φυτρώνει,
ἂν πέσουνε στὸν ποταμό, ὁ ποταμὸς θὰ στύψει,
ἂν πέσουνε στὴ θάλασσα, πνίγουνται τὰ καράβια,
κι ἂν τὰ βαστάξω στὴν καρδιά, μὲ καῖν᾿ μὲ φαρμακώνουν!

Ἀνάθεμά σε ξενιτιά, μὲ τὰ φαρμάκια πὄχεις!..

 

Η ιστοσελίδα έχει πληροφοριακό χαρακτήρα. Διαβάστε τους όρους χρήσης
Show Buttons
Hide Buttons