ΕΜΠΝΕΥΣΗ, ΑΥΤΟΒΕΛΤΙΩΣΗ

Αγαπημένα λυρικά ποιήματα του Αλεξάντερ Πούσκιν.

Post by: 31/07/2019 0 comments

Τα λυρικά του ποιήματα άνοιξαν νέους δρόμους στη Ρωσική ποίηση, θεωρείται ο εθνικός ποιητής της Ρωσίας, αριστοκράτης και «επαναστάτης», αυτός είναι ο Αλεξάντερ Σεργκέγιεβιτς Πούσκιν, που γεννήθηκε στη Μόσχα στις 29 Μαΐου 1799.

Ο Πούσκιν θεωρείται ο πατέρας της σύγχρονης ρωσικής γλώσσας. Ο ρώσος λογοτέχνης απέρριψε το ελιτίστικο στυλ της κλασικής ρωσικής ποίησης, καταστρέφοντας το εμπόδιο μεταξύ της καθομιλούμενης και της πολυπλοκότητας του παρελθόντος. Οι Ρώσοι εξακολουθούν να χρησιμοποιούν τη γλώσσα του Πούσκιν μέχρι σήμερα.

Στα 10 του χρόνια διάβαζε Όμηρο και στα 11 άρχισε τις σπουδές του στο αριστοκρατικό Λύκειο Τσάρσκογε Σελό. Από το Λύκειο αποφοίτησε στα 17 και αμέσως ξεκίνησε να εργάζεται ως σύμβουλος Εξωτερικών Υποθέσεων. Στα 20 του, ήταν πολύ δημοφιλής στο λαό, ενώ αργότερα, ως εξόριστος, συνδέθηκε με πολλούς Έλληνες της Ελληνικής Επανάστασης, της οποίας και έγινε θερμός υποστηρικτής.

Το έργο του Πούσκιν έχει μείνει ανεξίτηλο στον χρόνο. Παρά το γεγονός ότι πέθανε μόλις στα 38 του χρόνια μετά από το θανάσιμο χτύπημα που δέχτηκε σε μονομαχία, «φωτίζει» ακόμα τον ποιητικό κόσμο. Ο Πούσκιν είχε ένα απίστευτα ευρύ πεδίο ως συγγραφέας. Έγραψε κλασσικές ιστορίες, ρομαντικά ποιήματα για την αγάπη αλλά και με πολιτικό στίχο, αφηγηματική ποίηση, ιστορικό δράμα, ρεαλιστική πεζογραφία, διηγήματα, παραμύθια και πολλά άλλα. Πολλά από τα έργα του έγιναν θεμελιώδη κείμενα στα είδη τους.

«Ο Πούσκιν ήταν για όλους τους ποιητές σαν μια ποιητική φλόγα που έπεσε απ’ τα ουράνια και από την οποία σαν κεράκια άναψαν άλλοι αυτοφυείς ποιητές. Γύρω του διαμορφώθηκε ολόκληρος αστερισμός» είπε ο Νικολάι Γκόγκολ.

Να μερικά αγαπημένα ποιήματα του Πούσκιν:

 

Άτιτλο ποίημα

Απόδοση: Βασίλης Κ. Μηλίτσης

Exegi monumentum.*

Για μένα μνημείο ανήγειρα αχειροποίητο
που ο περπατημένος δρόμος του χορτάρι δε θα βγάλει
κι από του Αλέξανδρου τον οβελίσκο ανυπότακτο**
ψηλότερα σήκωσε κεφάλι.

Όχι, ολότελα δε θα χαθώ, χάρη στη λύρα μου την ξακουσμένη
η ψυχή μου τη σποδό θα προσπεράσει και τη σήψη μου θα σβήσει,
κι ονομαστός θα γίνω εγώ μέσα στην οικουμένη,
σ’ όλη την πλάση έστω κι ένας ποιητής αν ζήσει.

Η φήμη μου θα απλωθεί στην τρανή χώρα της Ρωσίας
και κάθε γλώσσα που μιλούν σ’ αυτή για με θα κάνουν θέμα,
κι ο περήφανος απόγονος του Σλάβου, κι ο γιος της Φινλανδίας,
κι ο πρωτόγονος Τουνγκούς, κι ο Καλμίκ, της στέπας θρέμμα.

Για πολύ θα είμαι τόσο αγαπητός που το δίκιο των ανθρώπων θα πρεσβεύω
όσο με τη λύρα μου αισθήματα καλά θενά ξυπνώ,
όσο στον σκληρό αιώνα μας την ελευθερία θα βραβεύω
και την επιείκεια για το φταίχτη θα ζητώ.

Στη θεϊκή την προσταγή, μούσα μου, να υπακούς,
την προσβολή μη φοβηθείς, δάφνες να μη ζητάς,
το παίνεμα και τη μομφή αδιάφορα ν’ ακούς
και τοις κυσί τα άγια ποτέ να μην πετάς.

(1836)

*Μνημείο ανήγειρα (λατινικά): Επίγραμμα από τα έργα του Οράτιου (65-8 π.Χ.).
**Στήλη του Αλέξανδρου: Μια στήλη προς τιμήν του βασιλιά Αλέξανδρου Α’ στην πλατεία Ανακτόρων της Αγίας Πετρούπολης.

 

 

Επίκληση – 1830

 

Αν είναι αλήθεια πως τη νύχτα

την ώρα που οι ζωντανοί ησυχάζουν

κι από τον ουρανό του φεγγαριού

οι αχτίδες στις ταφόπλακες

γλιστρούν και τους νεκρούς ξυπνούν

…..

Αν είναι αλήθεια πως την ώρα

εκείνη τα ήσυχα μνήματα αδειάζουν.

Εγώ, τη σκιά της Λεϊλά καλώ.

Αγαπημένη, έλα σε μένα. Εδώ, εδώ

…..

Φανερώσου λατρεμένη σκιά

όπως ήσουν πριν το χωρισμό

χλωμή σαν μέρα του χειμώνα.

Παγωμένη. Απ’ το στενό μαρτύριο

ρημαγμένη.

…..

Έλα σαν μακρινό αστέρι,

σαν ήχος απαλός ή σαν πνοή

σαν όραμα τρομαχτικό. Αδιαφορώ.

Αρκεί να ’ρθεις, εδώ, εδώ.

…..

Σε καλώ όχι για να μεμφθώ

εκείνους που η κακία τους

σκότωσε τη χαρά μου ή για να

μάθω του τάφου τα μυστικά

…..

ούτε γιατί, καμιά φορά, για τη ζωή

εκεί με βασανίζει αμφιβολία.

Αλλά γιατί ποθώ άρρωστος

από νοσταλγία να πω ότι

…..

και τώρα σ’ αγαπώ.

Δικός σου είμαι. Εδώ, εδώ.

 

 

1829

Σε αγαπούσα. Ίσως η αγάπη
δεν έσβησε ακόμα στην ψυχή.
Μα, ας μη σ’ αναστατώνει πια
ο έρωτας μου. Δεν θέλω θλίψη
να σου δώσω περιττή.

…..

Σε αγαπούσα σιωπηλά,
χωρίς ελπίδα βασανισμένος
από ζήλεια και ντροπή.
Σε αγαπούσα τρυφερά κι αληθινά
τόσο που εύχομαι κι’ ο άλλος
έτσι να σ’ αγαπά.

 

 

Αγκάθι

Μετάφραση Γιάννη Αηδονόπουλου από τις Εκδόσεις Κοροντζή

 

Η ψυχή μου είναι τριαντάφυλλο κι είμαι πάνω της αγκάθι…
Μην το πείτε και τ` ακούσουνε
η καλή μου μην το μάθει…

Θε ναρθεί γλυκιά κι υπέροχη
την αυγούλα κάποιου Απρίλη
με χαμόγελο στα μάτια της,
μ` ομορφιά πάνω στα χείλη.

Θαμπωμένη από την κόκκινη
καταματωμένη μου όψη
με τ` αργό της το βημάτισμα,
θα σιμώσει να με κόψει.

Μα το κάτασπρο χεράκι της
που αγαπώ και τρέμω τόσο
θα χαρώ -χαρά περήφανη-
με κακία να τ` αγκυλώσω.

Και μια στάλα απ` το αίμα πέφτοντας πέταλά μου ματωμένα
θα χαθεί μέσα στο χρώμα σας
θα γενεί μαζί σας ένα…

 

 

Ο προφήτης

Απόδοση: Μήτσος Αλεξανδρόπουλος

 

Τη δίψα μου για να χορτάσω τη πνευματική
στη μαύρη έρημο πλανιόμουν. Εκεί,
στο σταυροδρόμι φτάνοντας μπροστά,
εξάφτερο ένα σεραφείμ βλέπω να σταματά.
Λες όνειρο ήταν -απαλά
μου μάλαξαν τα βλέφαρα τα δάχτυλά του, σαν τρομαγμένου αϊτού αναπετάρισαν τα μάτια μου
καθώς από τα μάτια τα δικά του
μια όραση επήρανε προφητική.
Μετά τ` αυτιά μου αγγίζει. Η ακοή
γιομίζει αμέσως φωνές και ήχους
σαν να σημαίνανε καμπάνες. Το ρίγος ένιωσα με μιας του ουρανού.
Σε βουνά πάνω αγγέλους βλέπω να πετάνε,
ενώ στα βάθη μέσα του ωκεανού
της θάλασσας τα τέρατα έρχονται και πάνε.
Και πέρα οι κάμποι με τ` αμπέλια μαραμένοι.
Τα χείλη μου έπειτα αγγίζει κι από μέσα
τη γλώσσα μου, την κολασμένη  από τα κούφια κι επηρμένα λόγια μου,
τραβάει και ξεριζώνει.
Νιώθω το στόμα μου να παγώνει, μα εκεί
η δεξιά του, στο αίμα όλη,
φυτεύει του φιδιού το πάνσοφο κεντρί.  Το θώρακά μου με τη ρομφαία του χτυπάει
και τον ανοίγει, την καρδιά
που ακόμα σπαρταράει
τραβάει έξω και τ` αναμμένο κάρβουνο
το μπήγει μες το στήθος μου το ανοιγμένο.
Στην άμμο της ερήμου, κορμί δίχως πνοή,
ακούω από πάνω το Θεό να λέει:
«Σήκω προφήτη, άκουγε και βλέπε,
το θέλημά μου πράττε καθώς θα σ` οδηγεί
κι όπου διαβαίνεις, θάλασσα και γη,
κάμε του ανθρώπου την καρδιά ο λόγος να την καίει».
 

Τα δαιμόνια

Απόδοση: Μήτσος Αλεξανδρόπουλος

 

Νέφη τρέχουν, βουρλίζονται νέφη.
Ένα φεγγάρι αόρατο
στο χιόνι φεγγρίζει που πέφτει.
Σκοτεινός ουρανός, νύχτα σκοτεινή.
Πάω, πάω, η στέπα γυμνή.
Ντιν ντιν ντιν το κουδουνάκι…
Κι από μέσα η καρδιά
απ` το φόβο της χτυπά!

«Χτύπα, χτύπα, αμαξά! …»
«Άλλο τ` άλογα δεν παν, δαιμονισμένη
η θύελλα τα μάτια μου κλειστά
κρατεί κι οι δρόμοι χιονισμένοι.
Τίποτα δε φαίνεται και δεν ξεχωρίζει,
σημάδι γνώριμο ούτ` ένα πουθενά!
Δαίμονας στη στέππα μας κλωθογυρίζει
μια εδώ μια εκεί μας περιπλανά.

Κοίτα τόνε πώς γελάει,
Πώς με φτύνει, πώς φυσάει.
Τώρα τ` άλογά μας διώχνει,
ίσα στο γκρεμό τα σπρώχνει.
Εκεί σαν θεόρατη κολόνα
Αστράφτει και βροντάει,
Εδώ σπίθα γίνεται και σκάει,
Στο σκοτάδι χώνεται και πάει».

Νέφη τρέχουν, βουρλίζονται νέφη.
Ένα φεγγάρι αόρατο
στο χιόνι φεγγρίζει που πέφτει.
Σκοτεινός ουρανός, νύχτα σκοτεινή.
Η δύναμή μας σώνεται, γονάτισε η ψυχή.
Δε χτυπάει το κουδουνάκι, εσταθήκαν τ`άλογα…
«Τι έγινε; Τι φαίνεται στη στέππα αμαξά;»
«Ένα κούτσουρο ή λύκος – πίσω μου σ` έχω σατανά…»

Μαίνεται η θύελλα, μοιρολογάει,  Τ` άλογα φρουμάζουν τρομαγμένα.
Νά τος, φεύγει τώρα, πέρα πάει,  Φέγγουνε τα μάτια του αναμμένα.
Πάλι τ` άλογα τραβάνε,
ντιν ντι ντιν το κουδουνάκι
-στη στέπα πέρα την ασπρουδερή
πνεύματα εγιόμισε η γη.

Αμέτρητοι, στραβοφτιαγμένοι όλοι.
Στου φεγγαριού το φέγγρισμα
-άλλο τέτοιο να μη σ` έβρει-
χίλιοι δυο στροβιλίζονται διαόλοι
σαν τα φύλλα του Νοέμβρη…

Πόσοι να `ναι, που τους πάνε;
Και γιατί μοιρολογούν;
Μήπως κάνα δαίμονα στον τάφο προβοδάνε;
Μήπως καμιά μάγισσα κακιά παντρολογούν;

Νέφη τρέχουν, βουρλίζονται νέφη.
Ένα φεγγάρι αόρατο
στο χιόνι φεγγρίζει που πέφτει.
Σκοτεινός ουρανός, νύχτα σκοτεινή.
Σμάρια σμάρια τα δαιμόνια πάνε
κι ανεβαίνουνε ψηλά,
όσο νους δεν το μετρά.
Και μουγκρίζουν και βογγάνε
και μου σκίζουν την καρδιά….

Η ιστοσελίδα έχει πληροφοριακό χαρακτήρα. Διαβάστε τους όρους χρήσης
Show Buttons
Hide Buttons