Εικόνες που δεν φωτογραφίζονται, αισθήματα που δύσκολα περιγράφονται. Εγκαταλείπουμε την πόλη-ωκεανό και κλείνουμε ραντεβού με τη χαμένη έμπνευση σε άγνωστα χωριά-διαμάντια. Σε σημεία όπου μπορούμε να κοιτάξουμε άφοβα στον καθρέφτη της ψυχής μας, να πάρουμε άφεση για όλα μας λάθη και επιτέλους να νιώσουμε ότι δεν ανήκουμε σε καμιά θρησκεία, σε καμία φυλή, σε καμιά οικογένεια και κανέναν ουρανό. Αυτά τα χωριά αξίζει να ξυπνήσεις ένα πρωί και, με μόνες προμήθειες ό,τι έχει απομείνει στη μέσα τσέπη του παλτού, να ψάξεις να τα βρεις. Έτσι ξαφνικά. Άλλωστε, ο πιο σύντομος δρόμος για να ζητήσεις συγγνώμη από τον εαυτό σου για όλα όσα μετάνιωσες την τελευταία στιγμή, είναι η tabula rasa της πέτρας, του βουνού και του χιονιού.
Συρράκο, Ιωάννινα
Αν το Συρράκο έχει ξένους, το καταλαβαίνεις στη θολωτή πέτρινη πύλη του. Εκεί αφήνουν τα αυτοκίνητα, δεν τα σηκώνουν τα σοκάκια. Λίγα και τα φώτα στα πέτρινα αρχοντικά. Κρυμμένοι κάτω από σκουφί, βαρύ παλτό, γάντια, χοντρό κασκόλ φερμένο πολλούς κύκλους γύρω από λαιμό. Το κρύο τσουχτερό, χοντρές στάλες πέφτουν από τον ουρανό. Τα χαλάκια έξω από τις πόρτες τα πατάς και βουλιάζουν. Από παντού ακούγονται νερά. Το ποτάμι, οι βρύσες, οι μικροί καταρράκτες και η βροχή που πάντα πέφτει. Στο Συρράκο συνειδητοποιούμε πως βρισκόμαστε πιο ψηλά από τα πυκνά σύννεφα που σκεπάζουν την χαράδρα. Τα σοκάκια είναι στρωμένα με άσπρη πέτρα πελεκητή, δεξιά και αριστερά χαμηλές μάντρες, ξύλινες πόρτες, παλιές, αμπαρωμένες, με μπρούτζινα “χτυπητήρια” και γυφτόκαρφα. Πίσω από τα θολά παράθυρα των αρχοντικών αχνοφαίνονται βενετσιάνικα σερβίτσια, σιδερένια κρεβάτια από τη Βιέννη, παλιές φωτογραφίες με ροδομάγουλες βλάχες ντυμένες με παριζιάνικες δαντέλες.
Οι κάτοικοι του Συρράκου ταξίδεψαν σε όλη την Ευρώπη. Ήταν ικανοί ραφτάδες και δαιμόνιοι έμποροι, που διακινούσαν τα προϊόντα τους σε όλα τα μεγάλα εμπορικά κέντρα και λιμάνια της Ευρώπης. Λιβόρνο, Τεργέστη, Ρώμη, Οδησσός, Μόσχα, Παρίσι.
Αγόριανη, Φωκίδα
Στο δρόμο για την Αγόριανη (ή Επτάλοφος όπως είναι επίσημα το όνομά του από το 1928) νομίζεις ότι πετάς μέσα στα σύννεφα, μέσα στο απόλυτο λευκό της ομίχλης. Φτάνοντας βράδυ στην Αγόριανη, μάλλον δεν πρόκειται να δεις τίποτα γύρω σου. To μόνο που θα σε ειδοποιήσει ότι έφτασες, είναι ο ήχος του καταρράκτη που κατεβαίνει ορμητικός μέχρι το χωριό. Το ηλιόλουστο πρωινό, ένα ανέλπιστο δώρο για τα δεδομένα της περιοχής θα διαλύσει το μυστήριο και θα σου φανερώσει την όμορφη πλατεία της Αγόριανης με τα πραγματικά θεόρατα πλατάνια που με τα φύλλα τους σου στρώνουν χρυσοκόκκινο χαλί. Δυο βρύσες έχουν γίνει ένα με τους κορμούς και το χιονάτο νερό μοιάζει να αναβλύζει από μέσα τους. Έχει κάτι το ειδυλλιακό αυτό το χωριό, που σου βγάζει τη φυσιολατρική πλευρά του εαυτού σου.
Μεταξοχώρι, Λάρισα
Χειμώνας από μετάξι σε ένα χωριό κρυμμένο πίσω από την Αγιά, στους πρόποδες του Κισσάβου. Τεράστια αρχοντικά φτιαγμένα από πέτρα. Ψηλοτάβανα και επιβλητικά, με μεγάλες πόρτες και χρωματιστά παραθυρόφυλλα. Στα σοκάκια, άνθρωποι ευτυχισμένοι, χαμογελαστοί όλη τη διάρκεια του χρόνου. Παππούδες που περπατούν γυρτοί πάνω στις γκλίτσες τους με τις τσέπες γεμάτες καραμέλες. Η μεγάλη πλατεία του χωριού περιμένει το χιονιά ανά πάσα στιγμή για να φορέσει τα λευκά της. Ο αέρας μοσχοβολά από τα κυδώνια και τα μήλα που ψήνονται στο φούρνο, κεντημένα με μυρωδικά και ξύλα κανέλας. Ξαφνικά, από το πουθενά, δυναμώνει. Φυσά τώρα μανιασμένος. Το νυχτερινό περπάτημα στο Μεταξοχώρι εξελίσσεται σε συναυλία. Drums παίζει ο αγριεμένος άνεμος που ξεκινά από το πουθενά, ηλεκτρική κιθάρα τα νερά που κατεβαίνουν από το Κίσσαβο και πλήκτρα τα γυμνά κλαδιά των δέντρων. Πρωταγωνίστρια η βροχή, που κάνει τα φωνητικά. Κάτι τέτοιες νύχτες, αξίζει να μην κοιμηθείς.
Παύλιανη, Φθιώτιδα
Από την Παύλιανη περνά ένα τρελό ρεύμα ιδεών. Κάτω από τα βράχια που κρέμονται, τα δέντρα που ισορροπούν στην απότομη πλαγιά και τα νερά των πηγών που οργώνουν τη γη, έχουμε ραντεβού με τη χαμένη έμπνευση. Παρέα με τις παλιές κασέτες του Μπομπ Ντίλαν που τυχαία ανακαλύψαμε ενώ κατεβάζαμε τα χειμωνιάτικα. Σκαρφαλωμένη στα 1.030 μέτρα του όρους Οίτη, στην είσοδο του εθνικού δρυμού, η Παύλιανη, αποτελείται από δύο οικισμούς, την Άνω και την Κάτω. Στην είσοδο της Κάτω Παύλιανης συναντάτε το μνημείο αφιερωμένο στους πεσόντες της μάχης της Παύλιανης, τον Ιούνιο του 1942. Σειρά έχει η πλατεία όπου τα σαββατοκύριακα στήνεται η υπαίθρια αγορά, με τσάι από την Οίτη, ρίγανη, χόρτα του δάσους, μήλα και μπουκαλάκια με λικέρ καρύδι ή κράνο. Στην Άνω Παύλιανη θα δείτε το την εκκλησία του Αγίου Αθανασίου με το περίφημο αναπαλαιωμένο καμπαναριό του 19ου αιώνα ενώ από τα παγκάκια της πλατείας θα απολαύσετε την εξαιρετική θέα στο Μαλιακό Κόλπο. Εδώ τα καλύτερα τσιμπούσια στήνονται σε παντοπωλεία με τραπέζια που ξεχειλίζουν από σαλάμια, ντόπια τυριά, κεφτέδες, λουκάνικο, ομελέτα με αυγό από τις κότες, σουτζουκάκια και τουρσιά.
Διαβάστε τη συνέχεια στο www.arttravel.gr