Μέρος 11
Όπως ανέφερα στα προηγούμενα άρθρα μου, φτάσαμε στη Μελβούρνη στα τέλη Ιανουαρίου. Χειμώνας στην Ελλάδα και καλοκαίρι στην Αυστραλία. Στην αρχή, το βλέπαμε πάρα πολύ θετικά το γεγονός και ήμασταν χαρούμενοι που φεύγαμε από τα κρύα και ερχόμασταν στις ζέστες, αλλά δυστυχώς η πραγματικότητα ήταν πολύ διαφορετική!
Τις πρώτες μέρες στην Μελβούρνη, ήμασταν υπό την επήρεια του “jet lag” και δεν καταλαβαίναμε και πολύ τη διαφορά της θερμοκρασίας και του κλίματος γενικά. Θυμάμαι ένα απόγευμα που καθόμουν στον πίσω κήπο των φίλων που μας φιλοξενούσαν και είδα ένα σμήνος πράσινων παπαγάλων να «επιτίθενται» στην αχλαδιά του γείτονα και να κατασπαράζουν τα αχλάδια! Το συνδύασα έτσι στο μυαλό μου, ότι είχαμε έρθει στα τροπικά κλίματα! Επιπλέον, με το που βράδιαζε, ήταν αδύνατο να κάτσεις έξω στο κήπο χωρίς να σε ρημάξουν τα κουνούπια… Έπρεπε οπωσδήποτε να πασαλειφτείς με απωθητικό, αλλιώς…. Μιλάμε για διαφορετικά κουνούπια από τα Ευρωπαϊκά: Τσίμπημα που πονάει και φαγουρίζει συγχρόνως!
Μιας και ανέφερα το “jet lag”, να σας περιγράψω λίγο τι είναι αυτό και πως το ζήσαμε εμείς σαν εμπειρία: Η Ελλάδα με την Αυστραλία (τη Μελβούρνη συγκεκριμένα) απέχουν 15.000 χιλιόμετρα! Αυτό σημαίνει ότι οι δύο χώρες είναι σε διαμετρικά αντίθετα σημεία του πλανήτη μας. Η Ευρώπη στο βόρειο ημισφαίριο και η Αυστραλία στο νότιο. Η διαφορά είναι πάρα πολύ μεγάλη και έτσι οι ώρες είναι πολύ διαφορετικές (όπως κι οι εποχές). Όταν στην Ελλάδα είναι χειμώνας και στην Αυστραλία καλοκαίρι, η διαφορά των ωρών είναι 9 ώρες (μπροστά η Αυστραλία), ενώ όταν είναι καλοκαίρι στην Ελλάδα και χειμώνας στην Αυστραλία, η διαφορά γίνεται 7 ώρες (αυτό συμβαίνει γιατί εφαρμόζεται η χειμερινή και η καλοκαιρινή ώρα στις δύο ηπείρους αντίστοιχα). Έτσι λοιπόν, όταν κάποιος φεύγει από την Ελλάδα και έρχεται στην Αυστραλία, παθαίνει “jet lag” λόγω της μεγάλης διαφοράς της ώρας. Το βιολογικό ρολόι απορυθμίζεται για μερικές μέρες και έτσι υπάρχουν διαταραχές στον ύπνο, στις ώρες του φαγητού κλπ.
Αν και έχω ταξιδέψει σχεδόν σε όλο τον κόσμο, είναι η πρώτη φορά που το “jet lag” με επηρέασε τόσο πολύ. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ καθόλου καλά εκείνα τα πρώτα βράδια, δεν μπορούσα να φάω κανονικά και είχα συνεχώς πονοκέφαλο. Γενικώς, ένοιωθα να υποφέρω πάρα πολύ. Η Τερέζα επηρεάστηκε λιγότερο, ενώ τα παιδιά φαίνεται να επηρεάστηκαν ελάχιστα. Έχοντας ταξιδέψει τόσο πολύ, μου φαινόταν απίστευτο ότι μου συνέβαινε αυτό το πράγμα, αλλά τώρα που το σκέφτομαι, μετά από τόσο καιρό, το αποδίδω πρωτίστως στη κακή ψυχολογία (δες το άρθρο μου σχετικά με την αναχώρηση μας από την Ελλάδα) αλλά και στην ηλικία…. Όσο μεγαλύτερος είσαι, τόσο χειρότερο….
Καθώς περνούσαν εκείνες οι πρώτες μέρες όμως κι ενώ είχαμε αρχίσει να ξεπερνάμε το “jet lag”, διαπιστώσαμε ότι αρχίσαμε να μην αντέχουμε και πολύ τη ζέστη στην οποία βρισκόμασταν (γύρω στους 32 βαθμούς), με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να κοιμηθούμε καλά τα βράδια. Το πάθαμε και οι τέσσερις αυτό. Καταλαβαίναμε ότι για τα σώματά μας, το βιολογικό μας ρολόι έλεγε ότι «είναι χειμώνας» και δεν λειτουργούσε κανονικά. Από το κρύο και τη «χειμέρια νάρκη» του χειμώνα της Ελλάδας, βρισκόμασταν σε κλίμα σχεδόν τροπικό!
Μας πήρε περίπου δύο μήνες να προσαρμοστούμε αρχικά (προσοχή στο «αρχικά») στην ξαφνική αλλαγή του κλίματος. Εν τω μεταξύ, είχαμε μετακομίσει πλέον στο σπίτι μας και παράλληλα βρισκόμασταν στο φθινόπωρο της Αυστραλίας.
Να εξηγήσω στο σημείο αυτό ότι οι εποχές είναι εντελώς ανάποδα μεταξύ βορείου και νοτίου ημισφαιρίου με αποτέλεσμα, όταν είναι χειμώνας στην Ευρώπη, να είναι καλοκαίρι στην Αυστραλία. Από το Μάρτιο έως τον Μάιο είναι φθινόπωρο και από τον Ιούνιο έως τον Αύγουστο είναι χειμώνας. Ακούγεται παράξενο για κάποιον που ζει όλη του τη ζωή στο βόρειο ημισφαίριο να του λένε ότι από τον Ιούνιο έως τον Αύγουστο είναι χειμώνας και καταλαβαίνω ότι αν δεν το ζήσει κάποιος, δεν μπορεί να το αντιληφθεί.
Τους πρώτους 2 μήνες λοιπόν, ήταν αρκετά δύσκολο να προσαρμόσουμε τη φυσιολογική λειτουργία του σώματος μας, στα νέα δεδομένα και στη καινούργια κατάσταση. Εκεί γύρω στο Πάσχα, θυμάμαι ότι νοιώσαμε τις πρώτες δροσιές, αλλά ήδη είχαμε δει αρκετή βροχή (φαινόταν ότι θα ήταν μια καλή χρονιά για τα αποθέματα νερού). Ήταν φθινόπωρο και οσονούπω, ερχόταν ο χειμώνας. Ρωτάγαμε όλους τους φίλους και γνωστούς πως θα είναι ο χειμώνας και όλοι μας μίλαγαν για τη βροχή και τη συννεφιά και λιγότερο για το κρύο. Όλοι μας έλεγαν με γλαφυρά λόγια για το χαλάζι μεγέθους μπάλας του γκολφ που είχε ρίξει στη Μελβούρνη την προηγούμενη χρονιά και είχε κάνει τεράστιες ζημιές, αλλά όλοι έλεγαν ότι δεν κάνει και πολύ κρύο (σε σύγκριση με την Ελλάδα) και βλέπαμε επίσης ότι τα σπίτια δεν είχαν και πολλή μόνωση (διπλά τζάμια κλπ) και θέρμανση σαν τα σπίτια στην Ελλάδα και φανταζόμασταν ότι θα είναι πιο ήπιο το κρύο. Η πραγματικότητα όμως ήταν διαφορετική…
Από τις αρχές Μαΐου, βλέπαμε πλέον συννεφιά σε καθημερινή βάση. Μου θύμισε Αγγλία (τυχαίο που ήρθαν οι Άγγλοι πρώτοι εδώ;) και είχαμε βροχή όλο και πιο συχνά. Προς το τέλος Ιουνίου, ο καιρός μας είχε πλέον δείξει πως θα εξελιχθεί: Συνεχής, καθημερινή συννεφιά με συχνή βροχή. Θερμοκρασία το πρωί 6-7 βαθμούς και 13-14 το μεσημέρι. Θα μου πείτε ότι αυτό δεν είναι τίποτα σε σχέση με τα κρύα και τον βαρύ χειμώνα της Ελλάδας. Όμως, η διαφορά είναι πολύ μεγάλη. Στην Ελλάδα, οι διακυμάνσεις του καιρού είναι πολύ μεγάλες από μέρα σε μέρα. Στην Αυστραλία περάσαμε περίπου 3 μήνες με τον ίδιο ακριβώς καιρό (όπως σας περιέγραψα παραπάνω). Ο μονότονος αυτός καιρός αναπόφευκτα, σε επηρεάζει πάρα πολύ και οργανικά και ψυχολογικά.
Κάπου μέσα στον Αύγουστο, εγώ και η Τερέζα καταλάβαμε ότι το σώμα μας είναι σε πολύ μεγάλη πίεση. Για τα παιδιά δεν υπήρχε απολύτως κανένα πρόβλημα: το βιολογικό τους ρολόι είχε ισορροπήσει πλήρως στην αλλαγή του κλίματος, αλλά εμείς δεν μπορούσαμε να προσαρμοστούμε και πολύ καλά. Υποφέραμε από το κρύο, όσο αστείο κι αν αυτό φαίνεται!
Αυτά σχετικά με τον καιρό στη Μελβούρνη. Η Αυστραλία είναι όμως μία τεράστια ήπειρος που βρίσκεται ανάμεσα στον ισημερινό και την Ανταρκτική και ανάμεσα στον Ινδικό και στον Ειρηνικό ωκεανό. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να συναντά κανείς πολύ διαφορετικά κλίματα σε διάφορα μέρη της ηπείρου. Από τις μεγάλες πόλεις, το Σύδνεϋ και η Αδελαΐδα έχουν πιο ήπιο κλίμα από τη Μελβούρνη, το Περθ έχει κλίμα ωκεάνιο-μεσογειακό, το Ντάργουιν έχει κλίμα τροπικό, ενώ η Τασμανία έχει κλίμα ωκεάνιο-ψυχρό.
Νεομετανάστης στην Αυστραλία – Μέρος 1 – Η Απόφαση
Φωτό από: www.freedigitalphotos.net