Θυμάμαι παλιότερα, καθώς προχωρούσα, πως δεν έβλεπα. Θυμάμαι ότι σκεφτόμουν. Κάθε μου βήμα ήταν περισσότερες σκέψεις..πολύ περισσότερες, τόσες που δεν αναλογούσαν ούτε σε ένα βήμα.
Αστική ζωή και καθημερινότητα.
Με πολλούς αφύσικους ήχους, τους οποίους έχει συνηθίσει (;) το αυτί μου και ρυθμούς και αποστάσεις που χρειάζονται τρέξιμο ή άλματα για να προλάβεις και να καλύψεις.
Μέσα σε αυτή τη ζωή, σκεπτόμουν, παίρνοντας το μετρό, ανεβοκατεβαίνοντας κυλιόμενες, μπαινοβγαίνοντας σε λεωφορεία και διάφορες υπηρεσίες τα επόμενά μου βήματα. Κυριολεκτικά. Ποιο θα είναι το επόμενο μέσο μεταφοράς, η επόμενη υπηρεσία, πότε θα πάω σπίτι, αν έφαγα.
Όταν άρχισα να με παρατηρώ κι όταν άρχισα να ακούω έγινε μια μικρή μεγάλη αλλαγή.
Μου μιλούσαν άνθρωποι.
Με κοιτούσαν άνθρωποι. Δεν ήμουν αόρατη. Ούτε αυτοί για εμένα. Σήκωσα πρώτα το κεφάλι μου και μετά σηκώθηκε και το σώμα μου. Ύψωσα το ανάστημα και στάθηκα στα δυο μου πόδια.
Θυμήθηκα ότι ήμουν άνθρωπος.
Θυμήθηκα ότι αγαπούσα το είδος μου κάποτε, γιατί ανήκα σε αυτό. Θυμήθηκα τους λόγους που ήταν ικανή και αναγκαία συνθήκη ώστε να ξανααγαπήσω το είδος μου.
Την ανθρώπινή μου φύση.
Έκτοτε κοιτάω ψηλά. Κι όταν κοιτάς ψηλά, βλέπεις. Γίνονται πράγματα όταν κοιτάς. Βλέπεις χρώματα, μυρίζεις, ακούς. Βλέπεις ανθρώπους. Βλέπεις ομορφιά, βλέπεις κι ασχήμια. Κοιτάς μάτια κι ακούς ιστορίες. Γι’ αυτό να κοιτάς μπροστά και ψηλά.
Δεν συντάσσεται το κοιτάζω με άλλο επίρρημα.
Όταν κοιτάς ψηλά, βγαίνουν φτερά.
Πηγή: Αθηνά Ιωάννου / apotis4stis5.com