Κάποιες δεκάδες χιλιάδες σκέψεις κάνουμε κάθε μέρα που περνάει. Αυτό έχουν δείξει επιστημονικές έρευνες. Ο κόσμος του μυαλού μας είναι κάτι παραπάνω από θαυμαστός. Ένα από τα μεγάλα ερωτήματα είναι αν η σκέψη μας κάνει καλύτερους ανθρώπους, αν η σκέψη μας προχωράει μπροστά. Ακόμη καλύτερα, πόση σκέψη χρειάζεται για να ζούμε καλά; Που τελειώνει η λογική και πού αρχίζει η ζωή;
Με φρένα…
«Δεν έχει σώας τας φρένας». Με λίγα λόγια, είναι τρελός, είναι άμυαλος. Το μυαλό έχει ταυτιστεί με το «φρένο». Γιατί όμως δεν είναι «γκάζι», ποιό πράγμα «φρενάρει»; Μάλλον φρενάρει τον συναισθηματικό μας κόσμο. Ο συναισθηματικός μας κόσμος ορμεί. Γι’ αυτό και κάποιον που δρα με το συναίσθημά του, τον λέμε παρορμητικό. Σκεφτόμαστε, σημαίνει -κατά λέξη- πως αμφιβάλλουμε. Είναι πολλά τα όσα θέλουμε. Με μια όμορφη επεξεργασία, βάζουμε το μυαλό μας ως «αναλυτή» προκειμένου να δει αν αυτό που θέλουμε, μπορεί να γίνει. Εκείνο, εξετάζει τους παράγοντες, βλέπει τι χρειάζεται για να γίνει αυτό που θέλουμε και μας βγάζει και κάποιες «πιθανότητες». Όσο και αν θέλουμε να «κλέψουμε στο ζύγι» το κεφάλι μας, ξέρουμε οτι εκείνο, μας έβγαλε τις καλύτερες δυνατές αξιολογήσεις και συμβουλές.
Η απόφαση, είναι άλλου… Ευαγγέλιο.
Αφού λοιπόν σκεφτούμε, αποφασίζουμε αν κάτι θα το προχωρήσουμε ή αν θα το διώξουμε όπως μας ήρθε. Εκεί κάπου μπαίνει η ψυχή μας. Το κατά πόσο θέλουμε κάτι, το πόσο σημαντικό είναι αυτό για μας, δε θα μας το πει το μυαλό μας, όσες ώρες και αν σκεφτούμε. Αυτά, είναι πράγματα που τα νιώθουμε, δεν μπορούμε να τα κάνουμε κομματάκια με σκέψεις. Το πρόβλημα, έρχεται όταν το μυαλό μας λέει, «ΟΧΙ» και εμείς δε μένουμε εκεί. Το «κλέψιμο στο ζύγι», δεν αρκεί και τελικά τα βάζουμε μετωπικά μαζί του. Η επιθυμία μας για περιπέτειες για τις οποίες το μυαλό μας δεν έχει και την καλύτερη γνώμη για να είμαστε ειλικρινείς, είναι άσβεστη. Οι προκλήσεις μας χτυπούν σαν ηλιακές ακτίνες. Και ξέρουμε όλοι πως οι προκλήσεις όταν ανθίσουν, γίνονται όνειρα! Δεν μπορούμε να αφήσουμε τα όνειρα στο μυαλό μας, παρά μόνον όταν κοιμόμαστε…
Να δεις ποιός το έλεγε…
Ο τίτλος αυτού του κειμένου, υπάρχει μέσα στον Επιτάφιο του Περικλή. Εκεί λοιπόν, ο Περικλής περηφανεύεται γιατί οι συμπολίτες του σκέφτονται όσο χρειάζεται για να είναι σοφοί και πράττουν όσο χρειάζεται για να λέγονται θαρραλέοι! Εκεί λοιπόν, το λέει ξεκάθαρα πως η σκέψη αν γίνει υπερβολική, τότε μας φέρνει δισταγμό. Γινόμαστε αναποφάσιστοι όποτε σκεφτόμαστε υπέρ του δέοντος. Θες να αλλάξεις ζωή και κάθε μέρα σκέφτεσαι τα ίδια και τα ίδια. Σα να έχεις συμπληρώσει μια αίτηση και να μην την έχεις στείλει. Μένει εκεί, μόνιμα. Η ζωή μας είναι πάντα καλύτερη όταν σκεφτόμαστε λιγότερο από όσο πράττουμε και αγκαλιάζουμε τη δράση. Στη δράση κολλάει το σίδερο, όχι στο μυαλό.
Η βοήθεια του… ειδικού.
Θυμάμαι και θυμάστε εκείνα τα τηλεπαιχνίδια με τους επίδοξους εκατομμυριούχους οι οποίοι καλούνταν να απαντήσουν σε ερωτήσεις. Μία από τις βοήθειες, ήταν το τηλεφώνημα σε κάποιον που ο παίκτης εμπιστευόταν. Αν το μυαλό σου και η καρδιά σου μαλώνουν, «τηλεφώνησε» στο ένστικτό σου…Το ένστικτο είναι εκείνος ο φίλος που μπορεί να γίνει ο ενδιάμεσος που θα σε βοηθήσει να πάρεις την τελική απόφαση. Βεβαίως, δεν πρόκειται να καταφέρει κανείς να μας εξηγήσει τη σημασία του ενστίκτου και να μας φωτίσει για το ρόλο του. Ας πούμε πως είναι ένας αυτόματος πιλότος ο οποίος παίρνει το αεροπλάνο και το οδηγεί, όταν οι κανονικοί πιλότοι, δεν μπορούν λόγω ειδικών συνθηκών…
Το ένστικτο είναι κυρίως η διαίσθηση που έχουμε για κάτι. Είναι η φωνή του μέλλοντος μέσα μας. Γιατί να το εμπιστευτούμε όμως αφού δεν το ξέρουμε; Θυμήσου λοιπόν πόσες φορές όταν κάτι δε σου βγήκε ως απόφαση, είπες «Κρίμα…και το ήξερα ότι θα είναι έτσι». Οι άλλοι δε σε πιστεύουν, εσύ ξέρεις ότι αυτό το «κάτι» που σου μιλούσε, το αγνόησες τελικά. Οι περισσότεροι επιτυχημένοι άνθρωποι χρειάστηκαν το ρίσκο στη ζωή τους περισσότερο από τη σιγουριά. Το ίδιο και οι ευτυχισμένοι άνθρωποι. Αν έχεις κάποιον φίλο που είναι κάτι από τα δύο, ή και τα δύο, ίσως σου πει γιατί εμπιστεύτηκε το ένστικτο περισσότερο από κάθε πράγμα. Αντί να φρενάρεις ή να γκαζώνεις, δοκίμασε να πετάξεις…
Φωτόαπό: Fabiana Zonca