Η κρίση χρέους και οι σαρωτικές αλλαγές των τελευταίων δύο ετών σε οικονομικό-κοινωνικό-πολιτικό επίπεδο έχουν φέρει το χώρο της Υγείας στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Αν και όλες οι πλευρές (πολιτεία, θεσμικοί φορείς, επιχειρήσεις) συμφωνούμε ότι οι εκ θεμελίων αλλαγές είναι μονόδρομος σ’ ένα σύστημα που «νοσεί» από πρακτικές του παρελθόντος, οι συζητήσεις για την εξεύρεση λύσης προκαλούν έντονες αντιπαραθέσεις και πολλές φορές καταλήγουν ατελέσφορες. Σ’ αυτό το ιδιαίτερο επιβαρυμένο περιβάλλον, το σύστημα Υγείας χρειάζεται επειγόντως «θεραπεία» προς όφελος του κράτους, του «επιχειρείν» και κυρίως του ασθενή.
Η προσέγγιση μέχρι σήμερα για την μείωση των δαπανών στο σύστημα υγείας εξαντλήθηκε στις μειώσεις των τιμών των φαρμάκων μέσω συνεχών ανατιμολογήσεων – προς τα κάτω – και την κατηγοριοποίηση τους σε λίστες με στόχο την περαιτέρω έμμεση μείωση των τιμών. Η προσέγγιση αυτή έχει προκαλέσει προβλήματα χωρίς να δίνει διαχρονική λύση στα ήδη υπάρχοντα.
Συγκεκριμένα, το φάρμακο στην Ελλάδα είναι ήδη ένα διατιμημένο κοινωνικό αγαθό – όπου οι τιμές του καθορίζονται από την πολιτεία – με βάση τον μέσο όρο των 3 χαμηλότερων τιμών της Ευρώπης συμπεριλαμβανομένων και των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης με πολύ χαμηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα από την Ελλάδα όπως είναι η Βουλγαρία, Ρουμανία, Πολωνία και Ουγγαρία. Αυτό το σύστημα τιμολόγησης, μαζί με οριζόντιες περικοπές τιμών μέχρι και 27% – λόγω της κρίσης – για το έτος 2010, όχι μόνο δεν έλυσε τα προβλήματα αλλά αντίθετα οδήγησε στην όξυνσή τους όπως η δημιουργία ανασφάλειας στην επάρκεια φαρμάκων στην Ελληνική αγορά και οι δυσκολίες στην πρόσβαση του Έλληνα ασθενή. Παράλληλα προκάλεσε στρεβλώσεις στην αγορά, με ελλείψεις σε βασικά φάρμακα ως αποτέλεσμα των επανα-εξαγωγών εισαγόμενων φαρμάκων σε ακριβότερες αγορές της Ευρώπης – μέσω τρίτων – που δεν είχαν κανένα όφελος για το Ελληνικό σύστημα υγείας.
Αξίζει να επισημάνουμε ότι η φαρμακευτική δαπάνη αποτελεί μόνο το 20% των δαπανών υγείας, οι οποίες ανέρχονται στο 10% περίπου του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) της χώρας μας – δηλαδή, το 2% του ΑΕΠ. Απ’ αυτές τις δαπάνες για το φάρμακο, το 75% αποδίδεται στους όγκους κατανάλωσης και το 25% στις τιμές των φαρμάκων. Μ’ άλλα λόγια τα τελευταία 2 χρόνια που ακούμε για τις φαρμακευτικές δαπάνες κατορθώσαμε να λύσουμε ή να περιορίσουμε το 0.5% των δαπανών του κράτους ή το 5% των δαπανών υγείας (10% δαπάνη υγείας Χ 20% δαπάνη φαρμάκου Χ 25% τιμές των φαρμάκων). Συμπεραίνεται λοιπόν ότι συμπίεση της φαρμακευτικής δαπάνης μόνο μέσω της δραστικής μείωσης των τιμών δεν μπορεί να αποτελέσει αποδοτική λύση!
Επιπλέον, ενώ εξαντλούνται τα μέτρα για την μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης μέσω ελέγχου των τιμών ελάχιστα έχουν υλοποιηθεί αναφορικά με τις υπόλοιπες δαπάνες που αποτελούν το 80% των δαπανών υγείας!
Γι’ αυτό σήμερα η ανάγκη δημιουργίας ενός ευέλικτου κι’ αποτελεσματικού συστήματος παροχής υπηρεσιών Υγείας είναι πιο επιτακτική από ποτέ. Το σύστημα αυτό θα πρέπει να είναι δομημένο με τέτοιο τρόπο ώστε και ο ασθενής να έχει πρόσβαση στα φάρμακά του και η πολιτεία να εξορθολογήσει τις δαπάνες της, εξοικονομώντας πόρους και καταργώντας την κακοδιαχείριση και τα φαινόμενα της σπατάλης στο δημόσιο.
Για την επίτευξη του στόχου, η πολιτεία θα πρέπει να «απαγκιστρωθεί» από πεπαλαιωμένες «συνταγές» οι οποίες αποδεδειγμένα έχουν ολέθρια αποτελέσματα τόσο στην υγεία των συνανθρώπων μας – ειδικότερα των ασθενών με χρόνιες παθήσεις, όσο και στην βιωσιμότητα των φαρμακευτικών επιχειρήσεων.
Οι λύσεις
Λύσεις υπάρχουν. Κατ’αρχάς αναφορικά με τις τιμές των φαρμάκων θα πρέπει άμεσα να εφαρμοστεί πλήρως η ισχύουσα νομοθεσία και οι δεσμεύσεις που έχουμε αναλάβει στο Μνημόνιο (MemorandumofUnderstanding – version 4). Βλέπετε ότι και σ’αυτόν τον τομέα η πλήρης εφαρμογή των νόμων πάσχει όπως και στους περισσότερους άλλους τομείς της οικονομίας! Αναφορικά δε με την αντιμετώπιση της τιμολόγησης των φαρμάκων από την πολιτεία, ένας δικαιότερος και ορθολογικότερος τρόπος προσέγγισης θα μπορούσε να είναι η τιμολόγηση με τον ορισμό μιας τιμής που θα καθορίζεται από ένα μικρότερο καλάθι χωρών της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης – που έχουν αντίστοιχο βιοτικό επίπεδο και σύστημα υγείας με το δικό μας. Στόχος αυτής της προσέγγισης θα πρέπει να είναι η επάρκεια όλων των φαρμάκων στους Έλληνες ασθενείς καθώς και η έγκαιρη πρόσβασή τους σε νέες πρωτοποριακές θεραπείες σε λογικό κόστος.
Παράλληλα, η πολιτεία οφείλει να μη χάσει άλλο πολύτιμο χρόνο και να εστιάσει στον έλεγχο του όγκου της φαρμακευτικής κατανάλωσης μέσω του συστήματος της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης των ιατρών. Είναι καιρός να περάσουμε από την εποχή του καρμπόν στην ηλεκτρονική διακυβέρνηση και έλεγχο του συστήματος με σύγχρονα όπλα.
Επιπλέον, η εφαρμογή των ενιαίων διαγνωστικών και θεραπευτικών πρωτοκόλλων, και η θέσπιση των ιατρικών ιστορικών που θα συνοδεύουν τον ασθενή (ιδιωτικά ιατρεία, εξωτερικά ιατρεία, πολυιατρεία, νοσοκομεία, τριτοβάθμια περίθαλψη). Έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην λύση προβλημάτων όπως η έλλειψη αξιόπιστων στατιστικών στοιχείων για την πραγματική δαπάνη υγείας, η έλλειψη μηχανοργάνωσης, ο έλεγχος υπερτιμολογήσεων ιατρικών εξετάσεων, συσκευών και υλικών, οι εξαγγελθείσες συγχωνεύσεις νοσοκομείων και διοικήσεων θα αποτελέσουν μέτρα που θα συμβάλλουν στην αλλαγή σελίδας και στην εξυγίανση του συστήματος υγείας της χώρας.
Το φάρμακο αποτελεί σημαντικό πυλώνα ανάπτυξης της χώρας μας.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο τομέας του φαρμάκου αποτελεί ένα από τους κλάδους που μπορεί να συνεισφέρει τα μέγιστα στην ανάπτυξη της Ελληνικής οικονομίας και να βοηθήσει στην αναστροφή του αρνητικού εμπορικού ισοζυγίου της χώρας μας. Ήδη οι εξαγωγές φαρμάκων από παραγωγή Ελληνικών μονάδων καταλαμβάνουν την 3η θέση στο καλάθι των εξαγωγικών προϊόντων της χώρας μας. Η συνεισφορά αυτή είναι καταλυτική και άκρως ελπιδοφόρα αν συνδυαστεί με περαιτέρω κίνητρα ενίσχυσης της εγχώριου παραγωγής καθώς και με προγράμματα επιμόρφωσης εξειδικευμένου προσωπικού και ανάπτυξης νέων τεχνολογιών ώστε πολυεθνικές εταιρείες να προτιμήσουν και να επιλέξουν την Ελλάδα για τις μελλοντικές επενδύσεις τους και την ανάπτυξη κλινικών ερευνητικών πρωτοκόλλων. Μη ξεχνάμε ότι έχουμε υψηλό επίπεδο εξειδικευμένου επιστημονικού προσωπικού αναφορικά με τις χώρες της Βαλκανικής και Ανατολικής Ευρώπης.
Παρόλη αυτή την υπεροπλία σ’ επιστημονικό δυναμικό, χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης με αντίστοιχο κόστος και ΑΕΠ με την χώρα μας, απαλλαγμένα όμως από γραφειοκρατία και χρονοβόρες διαδικασίες, ελκύουν πενταπλάσια και πλέον κονδύλια έρευνας και ανάπτυξης από πολυεθνικές φαρμακευτικές εταιρείες συγκριτικά με την Ελλάδα!
Τίθεται λοιπόν το ερώτημα πόσο δύσκολο είναι να απαλλάξουμε την χώρα μας από τα γρανάζια των γραφειοκρατικών αγκυλώσεων και προσέγγισης και να πάμε μπροστά; Ο Φαρμακευτικός κλάδος αποτελεί ένα σημαντικό τομέα που μπορεί να προσφέρει λύσεις – εδώ και τώρα – στην ανάπτυξη της χώρας χωρίς να χρειάζεται να ανακαλύψουμε τον τροχό. Η κρίση που βιώνουμε σήμερα μας προσφέρει τη μεγάλη ευκαιρία. Μη τη χάσουμε.